Από το γενικότερο προστατευτικό χαρακτήρα
του εργατικού δικαίου, προκύπτει η «αρχή της εύνοιας», με βάση την οποία, όταν συντρέχουν ρυθμίσεις κανόνων δικαίου διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (νόμοι, διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διαιτητικές αποφάσεις) που ρυθμίζουν ταυτόχρονα τη σύμβαση εργασίας του μισθωτού, υπερισχύει η ρύθμιση από την οποία παρέχεται μεγαλύτερη προστασία του εργαζόμενου. Στα πλαίσια της αρχής αυτής οι ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των αντίστοιχων συλλογικών συμβάσεων (ΣΣΕ). Στην ουσία, οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ περιέχουν τα κατώτατα όρια προστασίας των εργαζομένων, τα οποία απαγορεύουν τη δυσμενέστερη ρύθμιση με σύναψη ατομικής σύμβασης εργασίας, πλην όμως επιτρέπουν με την τελευταία τη βελτίωση της προστασίας αυτής.