Η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής
μέχρι ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου. Μετά την περάτωση του έργου αυτού ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, η σύμβαση παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Χαρακτηριστικό της σύμβασης αυτής είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο λήξης της. Όταν λήξει ο χρόνος της σύμβασης δεν χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως.
Το Δικαστήριο κρίνει για το αν πρόκειται πράγματι για σύμβαση ορισμένου χρόνου σύμφωνα με την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις σύναψης της σύμβασης, μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Χαρακτηρίζοντας τη σύμβαση ορισμένου χρόνου, ο εργοδότης δεν υποχρεούται να καταβάλλει αποζημίωση στον εργαζόμενο.