Ως περιστασιακά εργαζόμενος θεωρείται εκείνος που ικανοποιεί τις βιοτικές του ανάγκες
όχι με το μισθό που λαμβάνει ως υπάλληλος, αλλά με τα εισοδήματα που αποκτά από άλλες πηγές, όπως είναι η εκμίσθωση ακινήτων ή κινητών πραγμάτων του, η συνταξιοδότησή του, η τοκοφορία χρηματικού κεφαλαίου του κ.α. Σε τέτοια περίπτωση, η απασχόληση του υπαλλήλου είναι περιστασιακή (μη επαγγελματική), ανεξαρτήτως αν καλύπτει τμήματα μόνον του εργάσιμου χρόνου( μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία, εποχική απασχόληση) ή όλον τον εργάσιμο χρόνο (πλήρης απασχόληση). Με την περιστασιακή απασχόληση, ο υπάλληλος αποσκοπεί είτε να βελτιώσει δια του μισθού (που λαμβάνει γι’ αυτήν) το αναγκαίο εισόδημα διαβιώσεώς του που προέρχεται από τις προαναφερθείσες άλλες πηγές, είτε να ικανοποιήσει με αυτήν άλλες ανάγκες του.
Για να δικαιούται αποζημίωση ο υπάλληλος που απολύθηκε πρέπει να παρείχε την εργασία του στον εργοδότη «κατά κύριο επάγγελμα». Στη συγκεκριμένη περίπτωση του περιστασιακά εργαζομένου αυτό δεν συμβαίνει και επομένως δεν δικαιούται αποζημίωση παρά μόνον εάν απολύθηκε λόγω μεταβολής των προσωπικών ή περιουσιακών σχέσεων του εργοδότη. Η μεταξύ τους δε σύμβαση εργασίας λύεται όταν παρέλθουν 15 ημέρες μετά τη καταγγελία.