Η ΣΚΟΠΙΜΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΣΗΣ ΤΟΥ
September 11, 2018ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΙ ΝΑ ΛΑΒΩ ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΑΝ ΕΧΩ ΕΡΓΑΣΤΕΙ ΣΕ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΕ;
September 11, 2018Του Γιάννη Κ. Καρούζου, Δικηγόρου, ειδικευμένου στο Εργατικό και το Συνδικαλιστικό Δίκαιο
Ως είναι ευρέως γνωστό, λόγω της εκτενούς δημοσιότητας του θέματος στον έγγραφο και ηλεκτρονικό τύπο, με την προσφάτως εκδοθείσα υπ’ αριθμ. 1584/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κρίθηκε ότι η, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 90 του Ν.4172/2013, κατάργηση των οργανικών θέσεων 393 καθαριστριών, απασχολούμενων στις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, και η επακολουθήσασα θέση αυτών σε οχτάμηνη διαθεσιμότητα, ισοδυναμεί με άκυρη καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, λόγω παραβίασης θεμελιωδών αρχών. Προς τούτο δε, το Ελληνικό Δημόσιο, κατά του οποίου στρεφόταν η υπό κρίση συλλογική αγωγή των εν λόγω καθαριστριών, υποχρεώθηκε να αποδέχεται τις υπηρεσίες αυτών, με τα ίδια καθήκοντα και όρους που τις παρείχαν έως και πριν την άκυρη απόλυσή τους.
Ειδικότερα, οι ανωτέρω εργαζόμενες απασχολήθηκαν επί δέκα και πλέον έτη ως καθαρίστριες ΥΕ, στις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, δυνάμει συμβάσεων έργου, οι οποίες στη συνέχεια μετατράπηκαν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης, κατατασσόμενες από 17.6.2005 σε οργανικές θέσεις, οι οποίες συστήθηκαν με κοινή απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Δυνάμει δε της υπ’ αριθμ. Δ6Α 1139968 ΕΞ2013/16.9.2013 κοινής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 90 του Ν. 4172/2013, καταργήθηκαν όλες οι οργανικές θέσεις προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης των ειδικοτήτων ΥΕ καθαριστών του Υπουργείου Οικονομικών, και δη 595 θέσεις ειδικοτήτων ΥΕ καθαριστών του Υπουργείου Οικονομικών, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, οι ανωτέρω εργαζόμενες να τεθούν σε καθεστώς οχτάμηνης διαθεσιμότητας, και το Ελληνικό Δημόσιο να παύσει να αποδέχεται εφεξής τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους, καταβάλλοντάς τους καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της οχτάμηνης διαθεσιμότητάς τους τα τρία τέταρτα των νομίμων, προ της διαθεσιμότητας, αποδοχών τους. Σημειωτέον δε ότι, μετά απομάκρυνση των ανωτέρω από την εργασία τους, και δη ήδη στις 24.9.2013, κλήθηκαν οι Προϊστάμενοι των κατά τόπους Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.), να προβούν άμεσα στην αναγκαία έρευνα αγοράς με βάση τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας τους σε καθαριότητα, προκειμένου να αναθέσουν τις εν λόγω αρμοδιότητες σε ιδιωτικά συνεργεία καθαρισμού, με σύναψη απευθείας συμβάσεων. Πράγματι, σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την απομάκρυνσή των ανωτέρω καθαριστριών από την εργασία τους, οι Προϊστάμενοι προχώρησαν στην σύναψη εργολαβικών συμβάσεων καθαρισμού με ιδιωτικά συνεργεία, προκειμένου να καλύψουν τις επιτακτικές ανάγκες καθαριότητας των υπηρεσιών.
Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την προσφάτως εκδοθείσα απόφασή του, έκρινε επί λέξει ότι «….Οι παραπάνω μονομερείς ενέργειες του εναγομένου-καθ’ου αποτελούν καταγγελία της υφιστάμενης σχέσης εργασίας τους (ενν. των καθαριστριών), από την 17.09.2013 οπότε και τέθηκαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας. Και τούτο διότι, μπορεί μεν να προβλέπεται, από τις διατάξεις του Ν. 4172/2013, μετά τη θέση σε διαθεσιμότητα η δυνατότητα μετακίνησης των εναγουσών σε άλλους φορείς του εναγομένου-καθ’ου, με τη διαδικασία της κινητικότητας, προς αξιοποίησή τους σε υπηρεσίες που έχουν ανάγκη, πλην όμως δεν υφίσταται εν προκειμένω τοιαύτη πρόθεση εκ του εναγομένου- καθ’ου, όπως προκύπτει από την έως τώρα συμπεριφορά του, κατ’ ακολουθία των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει με το από 01.05.2010 Μνημόνιο Συνεννόησης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και για τον πρόσθετο λόγο ότι εάν επρόκειτο για διαδικασία κινητικότητας με σκοπό την ορθολογικότερη κατανομή του προσωπικού και όχι για διαδικασία απόλυσης, ο νόμος δεν θα προέβλεπε ως έννομη συνέπεια τη λύση των συμβάσεων εργασίας, η οποία προδήλως υπερακοντίζει τον σκοπό αυτό.». Πράγματι, μετά τη θέση των καθαριστριών σε καθεστώς διαθεσιμότητας, ουδόλως δόθηκε σε αυτές η δυνατότητα μετακίνησης αυτών σε άλλες υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου, με τη διαδικασία της κινητικότητας. Τούτο εμφανώς καταδεικνύει το προειλημμένο της απόφασης για καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, η δε θέση αυτών σε καθεστώς διαθεσιμότητας ήταν προφανέστατα προσχηματική, αφού εξ’ αρχής ουδεμία πρόθεση υπήρχε εκ μέρους του Ελληνικού Δημόσιου, να συνεχίσει να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους σε άλλες υπηρεσίες, όπου υπήρχε ανάγκη.
Δεχόμενο ότι η θέση των καθαριστριών σε διαθεσιμότητα ισοδυναμεί με καταγγελία των εργασιακών τους συμβάσεων, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών περαιτέρω έκρινε ότι η τελευταία ήταν άκυρη, για τους λόγους που κατωτέρω εκτίθενται. Ειδικότερα, δέχτηκε ότι η αποστέρηση των θέσεων εργασίας τους έλαβε χώρα κατά παράβαση της αρχής της ορθολογικής οργάνωσης της διοίκησης. Τούτο διότι, όπως επί λέξει ανέφερε «……η επέμβαση στη δομή της δημόσιας υπηρεσίας, με την κατάργηση μιας οργανικής θέσης οποιουδήποτε επιπέδου, δεν μπορεί να γίνεται τυχαία, ούτε να είναι ανεξάρτητη από την οργανική διάρθρωση μιας υπηρεσίας και άρα υπαγορεύεται και καθορίζεται μόνον από την ανάγκη κατάργησης μιας περιττής διοικητικής αρμοδιότητας….Πρέπει συνεπώς να είναι προϊόν μιας εμπεριστατωμένης μελέτης, στηριζόμενης στις αρχές της διοικητικής επιστήμης και με βάση τις πραγματικές ανάγκες, τα προσόντα, τις ικανότητες και την εν γένει υπηρεσιακή απόδοση των εργαζομένων, με τρόπο ώστε η επιχειρούμενη αναδιοργάνωση να είναι ορθολογική, διαρκής και αποτελεσματική, χωρίς να αποκλίνει από την αρχή της αποτελεσματικότητας….Τέτοιου είδους μελέτη, ουδέποτε εκπονήθηκε, το δε εναγόμενο αρκέστηκε να προχωρήσει αυθαίρετα στην κατάργηση των οργανικών θέσεων των ανωτέρω καθαριστριών, οι θέσεις των οποίων δεν πλεόναζαν, αφού, μετά την απομάκρυνση αυτών, κλήθηκαν οι προϊστάμενοι των κατά τόπους οικονομικών υπηρεσιών, να προσδιορίσουν τις ανάγκες έκαστης υπηρεσίας σε καθαριότητα προκειμένου να ανατεθούν οι εν λόγω αρμοδιότητες σε ιδιωτικά συνεργεία, με σύναψη απευθείας συμβάσεων και τούτο με τρόπο αυθαίρετο, αφού το εναγόμενο δεν προσδιόρισε τα αντικειμενικά κριτήρια, στην βάση των οποίων θα προσδιορίζονταν οι εν λόγω ανάγκες….».
Πέραν τούτο, το ανωτέρω Δικαστήριο έκρινε ότι η απομάκρυνση των καθαριστριών ήταν παράνομη και για το λόγο ότι, έλαβε χώρα κατά παράβαση της αρχής της οικονομικότητας, η οποία, από κοινού με την ανωτέρω αρχή, έχει αναδειχθεί σε σημαντική πτυχή του δημοσίου συμφέροντος, στο πλαίσιο ορθολογικής διαχείρισης της δημοσιονομικής κρίσης της χώρας μας. Αναφορικά με αυτό, το Δικαστήριο επί λέξει δέχτηκε ότι «….η αναδιοργάνωση δημόσιας υπηρεσίας αξιολογείται και υπό το φως της αρχής της οικονομικότητας, η οποία επιτάσσει την βέλτιστη αξιοποίηση του υπάρχοντος προσωπικού για την εκπλήρωση των λειτουργικών αναγκών του δημοσίου….η δε ανάθεση εργασιών σε ιδιώτες επιτρέπεται προκειμένου για ιδιαίτερα σοβαρές ή ειδικής φύσεως υποθέσεις, που προδιαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία, προσόντα τα οποία αποδεδειγμένα δεν διαθέτει το προσωπικό που ήδη υπηρετεί. Σε διαφορετική περίπτωση, η ανάθεση του έργου καθαρισμού σε ιδιωτικά συνεργεία πρέπει να δικαιολογείται από λόγους προάσπισης του δημοσιονομικού συμφέροντος, το οποίο δεν ταυτίζεται με το απλό ταμιακό συμφέρον, η δε εφαρμογή της αρχής της οικονομικότητας δεν επιτάσσει την επιλογή της φθηνότερης λύσης, αλλά την επιλογή εκείνης της λύσης η οποία παρουσιάζει την βέλτιστη σχέση μεταξύ ποιότητας και τιμής. Εν προκειμένω, οι ενάγοντες, ενταγμένοι οργανικά και υποκείμενοι στον άμεσο ιεραρχικό και πειθαρχικό έλεγχο των προϊσταμένων τους, έχοντας ταυτόχρονα πολλά έτη εμπειρίας στον καθαρισμό των συγκεκριμένων κτιρίων, παρείχαν υψηλότερης ποιότητας υπηρεσίες από τα ιδιωτικά συνεργεία, τα οποία ισοσκελίζουν τις χαμηλές προσφορές μέσω της παροχής ελλιπών και χαμηλής ποιότητας υπηρεσιών, σε κάθε δε περίπτωση οι απολαβές των εναγόντων ήταν ήδη χαμηλές, αφού κυμαίνονταν από 373 ευρώ έως 750 ευρώ μηνιαίως και συνεπώς η ανάθεση του έργου της καθαριότητας σε ιδιωτικά συνεργεία συνεπάγεται αμφίβολο ταμειακό όφελος, ενώ ταυτόχρονα επέφερε υποβάθμιση των συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων στις οικονομικές υπηρεσίες και δυσλειτουργία των υπηρεσιών αυτών.» Δέχτηκε, με άλλα λόγια, το Δικαστήριο ότι, μπορεί μεν η αντικατάσταση των καθαριστριών με ιδιωτικά συνεργεία καθαρισμού να συνεπάγεται ελάχιστο οικονομικό όφελος για το Ελληνικό Δημόσιο (δεδομένου ότι οι αποδοχές των καθαριστριών ήταν ίσες ή υπερέβαιναν ελάχιστα τις αποδοχές των απασχολούμενων στα ιδιωτικά συνεργεία καθαρισμού, αφού συνυπολογιστεί το εργολαβικό κέρδος και ο ΦΠΑ που επιβαρύνει το δημόσιο), πλην όμως ουδόλως εξυπηρετήθηκε το δημόσιο συμφέρον, ενόψει του ότι τα ιδιωτικά συνεργεία αποδεδειγμένα παρείχαν κατώτερης ποιότητας υπηρεσίες καθαρισμού εν σχέσει με τις απολυμένες καθαρίστριες, γεγονός που υποβάθμισε τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας των υπηρεσιών.
Πέραν των ανωτέρω, παράνομη κρίθηκε η καταγγελία της εργασιακής σχέσης των καθαριστριών λόγω προσβολής του ατομικού δικαιώματος καθεμίας από αυτές στην εργασία και την περιουσία, όπως τούτο κατοχυρώνονται στα άρθρα 5 παρ.1, 2 παρ.1α, 25 παρ.1 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και λόγω παραβίασης της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Αναφορικά με το ανωτέρω, παρατίθεται και στο σημείο αυτό το σχετικό χωρίο της απόφασης: «Με δεδομένο τον διακηρυγμένο σκοπό του άρθρου 90 του Ν. 4172/2013 για εξορθολογισμό της δομής των δημοσίων υπηρεσιών και εξοικονόμηση δημοσίων δαπανών μέσω της περικοπής των αποδεδειγμένα πλεοναζουσών θέσεων, το μέτρο της διαθεσιμότητας θα ήταν συμβατό προς το δημοσιονομικό συμφέρον εφόσον είχε διασφαλιστεί ότι το προσωπικό που τίθεται σε διαθεσιμότητα πλεονάζει ή είναι ακατάλληλο για την εκτέλεση της εργασίας που παρέχει. Στην υπό κρίση περίπτωση, όμως, το εναγόμενο-καθ’ ου κατάργησε όλες τις οργανικές θέσεις του εν λόγω κλάδου, μολονότι οι θέσεις αυτές δεν πλεόναζαν, αλλά ήταν προδήλως απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών, η δε αντικατάσταση τους από ιδιωτικά συνεργεία καθαρισμού καθιστά τούτο προφανές, σε καμία δε περίπτωση δεν ήταν αναγκαία η κατάργηση του συνόλου των οργανικών θέσεων του κλάδου. Με βάση τα ανωτέρω, η θέση τους σε διαθεσιμότητα αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον, ήταν δε προδήλως απρόσφορη να εξυπηρετήσει το σκοπό του νόμου για εξορθολογισμό της δομής των υπηρεσιών όπου απασχολούνταν. Κατά συνέπεια, η καταγγελία των συμβάσεών τους δεν ήταν αναγκαία, κρίνεται δε αποκλίνουσα από την αρχή της αναλογικότητας και υπ’ αυτή την έννοια προσέβαλε δυσανάλογα το ατομικό δικαίωμα των εναγόντων στην εργασία και την περιουσία, κατά παράβαση των άρθρων 5 παρ. 1, 22 παρ. 1α, 25 παρ.1 του Συντάγματος και άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Οι δε λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, που επικαλείται το εναγόμενο, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να δικαιολογούν ριζοσπαστικές επεμβάσεις στη ζωή των πολιτών που οδηγούν στην εξαθλίωση πλήθους οικογενειών, με προφανή τον κίνδυνο αποδόμησης της κοινωνίας, σε κάθε δε περίπτωση η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας θα έπρεπε να είναι το ύστατο μέτρο δημοσιονομικής πειθαρχίας».
Δεχόμενο την, κατά τα ανωτέρω, ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των καθαριστριών, το Δικαστήριο υποχρέωσε το Ελληνικό Δημόσιο να αποδέχεται τις υπηρεσίες αυτών, με τα ίδια καθήκοντα και όρους που τις παρείχαν και πριν τη θέση αυτών σε διαθεσιμότητα. Δεχόμενο δε ότι συνέτρεχαν εξαιρετικοί λόγοι, και δη ότι οι εν λόγω καθαρίστριες στερήθηκαν την μοναδική βάση βιοπορισμού τους, ότι η πλειοψηφία αυτών ανήκει στην ηλικιακή κατηγορία των 45 έως 60 ετών, με αποτέλεσμα να είναι εκμηδενισμένες οι πιθανότητες εξεύρεσης άλλης εργασίας, με δεδομένο το υψηλό ποσοστό ανεργίας και τις δυσκολίες ένταξης στην αγορά εργασίας γυναικών σε μεγάλη ηλικία και μειωμένα τυπικά προσόντα βιοπορισμού, ότι επιπλέον πολλές εξ αυτών είναι διαζευγμένες και έχουν την ευθύνη ανήλικων τέκνων ή τέκνων με αναπηρία ή την ευθύνη υποστήριξης υπερήλικων γονέων και επομένως η αποστέρηση της θέσης εργασίας τους θα έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στη δυνατότητα διαβίωσής και κοινωνικοασφαλιστικής κάλυψης των προστατευόμενων προσώπων, κήρυξε την απόφαση του προσωρινά εκτελεστή. Τούτο σημαίνει ότι, η εν λόγω πρωτόδικη οριστική απόφαση αποτελούσε τίτλο εκτελεστό, από την επίδοση δε αυτής στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, όφειλε αυτό να συμμορφωθεί εκουσίως σε όσα επέταξε αυτή, αναφορικά με την αποδοχή των υπηρεσιών των καθαριστριών.