Του Γιάννη Κ. Καρούζου, Δικηγόρου, ειδικευμένου στο εργατικό και συνδικαλιστικό δίκαιο
Προϋπόθεση εγκυρότητας της εργοδοτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αποτελεί η καταβολή προς το μισθωτό της εκ του νόμου προβλεπόμενης αποζημίωσης απόλυσης. Κατ’ εξαίρεση του γενικού αυτού κανόνα, προβλέπονται περιπτώσεις κατά τις οποίες δύναται ο εργοδότης να καταγγείλει την εργασιακή σύμβαση και χωρίς να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό τη νόμιμη αποζημίωση. Μια εξ’ αυτών αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία, ο μισθωτός έχοντας σαν σκοπό να εξαναγκάσει τον εργοδότη του να τον απολύσει προκειμένου να λάβει την αποζημίωση απόλυσης, εκδηλώνει αντισυμβατική συμπεριφορά, παραβαίνοντας δολίως (εσκεμμένα) τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Καταρχήν, να σημειωθεί ότι ο νόμος δεν προβλέπει ως λόγο απαλλαγής του εργοδότη από την υποχρέωση του να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την αποζημίωση απόλυσης, την, έστω και βαρεία, εκ μέρους του τελευταίου παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων. Ωστόσο, νομολογιακά διαπλάστηκε η εν λόγω απαλλαγή, στην περίπτωση κατά την οποία η αντισυμβατική συμπεριφορά του μισθωτού έχει ως μοναδικό και αποκλειστικό κίνητρο τον εξαναγκασμό του εργοδότη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, προκειμένου να λάβει την αποζημίωση απόλυσης, την οποία δεν θα δικαιούτο αυτός εάν αποχωρούσε οικειοθελώς από την εργασία του. Σημειωτέον δε ότι, η εν λόγω θέση της νομολογίας είχε ως σκοπό να καλύψει το κενό που διαπιστώθηκε στην πράξη για ορισμένες ακραίες περιπτώσεις προκλητικής ή έκδηλης αντισυμβατικής συμπεριφοράς εκ μέρους των μισθωτών.
Ειδικότερα, από τα άρθρα 1 και 3 ν. 2112/1920 και 1 και 5 ν. 3198/1955, προκύπτει ότι η καταγγελία από τον εργοδότη σχέσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί στον μισθωτό η νόμιμη αποζημίωση. Η εν λόγω αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται ασχέτως από το λόγο που προκάλεσε την καταγγελία, με εξαίρεση τις περιοριστικά αναγραφόμενες στο νόμο περιπτώσεις απαλλαγής του εργοδότη από την εν λόγω υποχρέωσή του (υποβολή μηνύσεως κατά του μισθωτού για αξιόποινη πράξη, ανώτερη βία). Συνεπώς, ο εργοδότης οφείλει την αποζημίωση αυτή και όταν κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας για κάθε υπαίτια μη εκπλήρωση ή πλημμελή εκπλήρωση των από τη σύμβαση εργασίας υποχρεώσεων του μισθωτού. Μόνον δε στην περίπτωση όπου ο μισθωτός δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή εκπληρώνει αυτές πλημμελώς, κακόβουλα, και δη με αποκλειστικό σκοπό να εξαναγκάσει τον εργοδότη να τον απολύσει για να εισπράξει τη νόμιμη αποζημίωση, ενδεχομένως δε και επίδομα ανεργίας, ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης απόλυσης. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι η ενάσκηση εκ μέρους του μισθωτού της αξιώσεως για λήψη της αποζημίωσης απολύσεως, ασκείται καταχρηστικώς υπό την έννοια του άρθρου 281 Αστικού Κώδικα, καθώς θεωρείται ότι υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Με άλλα λόγια, σε αυτή την περίπτωση η αξίωση καταβολής της αποζημιώσεως στον μισθωτό, μολονότι πηγάζει από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, αποκρούεται από τον εργοδότη με προβολή της ένστασης εκ του άρθρου 281 ΑΚ.
Σημειωτέον δε ότι, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ αποτελεί διάταξη δημοσίας τάξεως, διότι αποβλέπει στην πάταξη της κακοπιστίας και της κακοήθειας στις συναλλαγές και απαγορεύει την άσκηση ενός δικαιώματος, αν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Εν προκειμένω, ο σκοπός του δικαιώματος καταβολής στο μισθωτό της αποζημιώσεως απόλυσης συνίσταται στη λήψη μέτρων προνοίας για τον μισθωτό που καθίσταται άνεργος κατόπιν απόλυσής του με πρωτοβουλία του εργοδότη. Κατά συνέπεια, η ως άνω αξίωση για αποζημίωση, στην περίπτωση που στην πραγματικότητα η πρωτοβουλία λύσης της εργασιακής σύμβασης ανήκει στον μισθωτό και ο ίδιος δεν αιφνιδιάζεται από την απόλυση, αφού την προμελέτησε και την προκάλεσε, αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, στα χρηστά ήθη και στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του εν λόγω δικαιώματος, προς τούτο δύναται να αποκρουστεί η εν λόγω αξίωση από τον εργοδότη με προβολή της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος.
Προκειμένου δε να κριθεί ως καταχρηστική η αξίωση του μισθωτού για καταβολή της αποζημίωσής του κατά τα ανωτέρω, απαιτείται να αποδειχθεί αφενός επίμεμπτη συμπεριφορά εκ μέρους του, η οποία συνίσταται σε κάθε είδους παράβαση των υποχρεώσεων του, ικανή να προκαλέσει το σοβαρό κλονισμό της δυνατότητας αρμονικής συνεργασίας αυτού με τους συναδέλφους και τον εργοδότη του, αφετέρου η πρόθεση του να εξαναγκάσει τον εργοδότη να τον απολύσει, ώστε να καρπωθεί τη νόμιμη αποζημίωσή του. Το στοιχείο αυτό της δολιότητας θα πρέπει να προκύπτει από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του μισθωτού, ενισχύεται δε αυτό από σχετικές ρητές δηλώσεις αυτού, από τις προετοιμασίες του για την απασχόλησή του αλλού, από τη συνέχιση της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του παρά τις σχετικές συστάσεις του εργοδότη κλπ.
Παράδειγμα τέτοιου καταχρηστικού αιτήματος για απόληψη της αποζημίωσης απόλυσης αντιμετώπισε η υπ’ αριθμ. 408/2008 απόφαση Αρείου Πάγου, η οποία ειδικότερα έκρινε ότι καταχρηστικά αξίωσε την αποζημίωση εργαζομένη, η οποία κακοβούλως δεν τηρούσε το προβλεπόμενο από το νόμο οχτάωρο εργασίας, αδικαιολόγητα απουσίαζε από την υπηρεσία της και δεν χρησιμοποιούσε την κάρτα σήμανσης προσέλευσης και αποχώρησης από την εργασία της, προσέρχονταν και αποχωρούσε οπότε εκείνη ήθελε, με αποκορύφωμα να εργαστεί ένα ολόκληρο έτος μονάχα το 1/3 περίπου του ωραρίου της, μη συμμορφούμενη στις επανειλημμένες συστάσεις και παρατηρήσεις των προϊσταμένων της. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η υπ’ αριθμ. 182/20008 απόφαση Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε ότι η επανειλημμένη καθυστέρηση προσελεύσεως εργαζομένου στην εργασία του, ο οποίος όμως παρέμενε στο χώρο εργασίας του και μετά τη λήξη του ωραρίου του, για να συμπληρώσει το χρόνο καθυστέρησης προσελεύσεώς του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σκόπιμη πρόκληση, εκ μέρους του, της καταγγελίας της συμβάσεώς του, προκειμένου να εισπράξει τη σχετική αποζημίωση απόλυσης.
Περαιτέρω, κρίθηκε από την υπ’ αριθμ. 38/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου ότι, η απροκάλυπτη και με ιδιαίτερα προκλητικό τρόπο άρνηση του εργαζομένου να εκτελέσει την εργασία του, και δη να εξυπηρετήσει τους πελάτες της εργοδότριας εταιρείας του, η απομόνωσή του από τους συναδέλφους του με τους οποίους ήταν αναγκαία η συνεργασία για την εκτέλεση της εργασίας του, η αποφυγή κάθε επαφής με τους εκπροσώπους της εργοδότριας εταιρείας, παρά τις παρακλήσεις των τελευταίων για αρμονική συνεργασία, συνηγορούν στο ότι ο εν λόγω εργαζόμενος είχε αποφασίσει την λύση της συμβάσεως εργασίας του, επεδίωκε δε με κάθε τρόπο να εξαναγκάσει την εργοδότριά του να τον απολύσει για να εισπράξει την αποζημίωση απολύσεως. Πέραν δε της παντελούς άρνησης εκ μέρους του εργαζομένου για εκτέλεση της εργασίας του, έχει κριθεί από τα δικαστήρια, ότι, και οι εκ μέρους του εργαζομένου παραλείψεις στο αντικείμενο εποπτείας και ευθύνης του, σε συνδυασμό με την άρνηση αποδοχής συστάσεων και υποδείξεων από τον εργοδότη του κατ΄ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, και το προκλητικό ύφος των διαμαρτυριών του, καταδεικνύουν κατευθυνόμενη προς απόλυση, αντί της διατηρήσεως της σχέσεως εργασίας, σκόπιμη συμπεριφορά του μισθωτού.
Έχει επίσης κριθεί ότι, η οριστική άρνηση του μισθωτή να εκτελέσει την εργασία του και γενικά η οριστική ή για μεγάλο χρονικό διάστημα (τεσσάρων ή πέντε μηνών) αποχή του από την εργασία του αποτελεί σιωπηρή δήλωση για λύση της εργασιακής συμβάσεως, εφόσον βέβαια δεν οφείλεται σε άλλους λόγους ανεξαρτήτους της θελήσεως του, όπως ασθένεια, στράτευση κλπ. (υπ’ αριθμ. 289/2000 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλ.).Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να αναφέρουμε ότι, περιπτώσεις αντισυμβατικής συμπεριφοράς εργαζομένου αποτελούν η άρνηση εκτέλεσης της εργασίας του, οι παράνομες και υπαίτιες ενέργειες και παραλείψεις αυτού, οι συχνές αυθαίρετες απουσίες του, η μη υπακοή του στις εντολές του εργοδότη του ή του εκπροσώπου του, η μη τήρηση του συμβατικού του ωραρίου, η επίδειξη ανάρμοστης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς κλπ.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονίσουμε ότι, σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη λόγω υπαίτιας μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης εκ μέρους του εργαζομένου των εκ της συμβάσεως εργασίας υποχρεώσεων του, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον απολυόμενο την νόμιμη αποζημίωση, εάν δεν προκύπτει, ή σε κάθε περίπτωση δε δύναται να αποδειχθεί, η πρόθεση του μισθωτού να καταγγελθεί η σύμβασή του προκειμένου να λάβει την αποζημίωση απόλυσης. Ειδικότερα, εάν ο μισθωτός παραβαίνει την εκ του νόμου υποχρέωσή του (άρθρο 652 ΑΚ) περί επιμελούς εκτέλεσης της εργασίας που του έχει ανατεθεί, και αρνείται να συμμορφωθεί στις εντολές του εργοδότη του ή παραμελεί την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά τους υποδηλώνει, χωρίς άλλο περιστατικό, σιωπηρή βούληση του να λύσει την εργασιακή σύμβαση, αλλά πρέπει περαιτέρω να υπάρχει και δολία συμπεριφορά του. Με άλλα λόγια, εάν ο μισθωτός συμπεριφέρεται αντισυμβατικά, η μόνη διέξοδος για τον εργοδότη που επιθυμεί να λύσει την εργασιακή σχέση, είναι να προβεί σε νομότυπη απόλυση του, δηλαδή να του κοινοποιήσει έγγραφη καταγγελία της εργασιακής του συμβάσεως και να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, εκτός αν η παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του μισθωτή γίνεται σκόπιμα και με πρόθεση να εξαναγκασθεί ο εργοδότης να τον απολύσει, για να λάβει την ανωτέρω αποζημίωση).
Κατόπιν των ανωτέρω, είναι προφανές ότι, το θέμα της υπαίτιας παράβασης των υποχρεώσεων του μισθωτού, λόγω της εκ μέρους του επιδίωξης της απόλυσής του, και της συνεπεία αυτής καταβολής προς αυτόν της αποζημίωσης, δυσχερώς αποδεικνύεται στην πράξη. Προς τούτο δε είναι αναγκαίο, προτού ο εργοδότης θεωρήσει ότι λύθηκε η σύμβαση εργασίας συνεπεία της εκ μέρους του μισθωτού δόλιας παραβίασης των υποχρεώσεων του, να κατέχει θετικές αποδείξεις της εν λόγω αντισυμβατικής συμπεριφοράς του μισθωτού, διαφορετικά αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να κριθεί από τα δικαστήρια, όπου και ενδεχομένως θα καταφύγει ο εργαζόμενος, άκυρη (καταχρηστική) η γενόμενη απόλυση, υποχρεούμενος ακολούθως στην καταβολή μισθών υπερημερίας.
Σε κάθε δε περίπτωση κρίνεται σκόπιμο, προτού ο εργοδότης θεωρήσει ότι καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας συνεπεία της εκ μέρους του μισθωτού αντισυμβατικής συμπεριφοράς, να κοινοποιήσει σε αυτόν εξώδικη πρόσκληση, με την οποία αφενός να του συνιστά την ακριβή εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, αφετέρου να αναφέρει ότι, εάν εξακολουθήσει η εν λόγω αντισυμβατική συμπεριφορά, θα θεωρηθεί το γεγονός αυτό σαν λύση της εργασιακής συμβάσεως εκ μέρους του. Και τούτο διότι, πριν τη λύση της εργασιακής συμβάσεως, σκόπιμο είναι ο εργοδότης να εξαντλήσει όλα τα μέσα που επιβάλλει η καλόπιστη εκτέλεση της συμβάσεως, προκειμένου να παύσει να συμπεριφέρεται αντισυμβατικά ο εργαζόμενος.