
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ
June 30, 2021
ΤΙ ΙΣΧΥΕΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΣΤΟΛΕΣ ΙΟΥΛΙΟΥ. ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ
July 2, 2021
Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου
Σοβαροί προβληματισμοί προκύπτουν, σχετικά με την επάνοδο του δημόσιου υπαλλήλου που είχε τεθεί σε αργία, ιδίως με τα υπηρεσιακά δικαιώματα που εκείνος διαθέτει, αναφορικά τόσο με την αναγνώριση του χρονικού διαστήματος, που εκείνος τελούσε σε αργία ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, όσο και με την καταβολή του τμήματος των αποδοχών του, που αποστερήθηκε καθ’ όλο το διάστημα της αργίας.
Ερωτάται, δηλαδή, μετά την απαλλαγή του διωκόμενου υπαλλήλου, που εν τω μεταξύ είχε τεθεί σε αργία, αν:
α) Μπορεί να χαρακτηριστεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατέλεσε ο ως άνω υπάλληλος σε καθεστώς αργίας, ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας;
β) Το παραπάνω χρονικό διάστημα μπορεί να ληφθεί υπόψη για τη βαθμολογική και μισθολογική του εξέλιξη,
γ) Θα πρέπει να του αποδοθούν οι παρακρατηθείσες αποδοχές με ή χωρίς μεσολάβηση του πειθαρχικού συμβουλίου και αν αυτές θα αφορούν μόνο την τελευταία διετία, (σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 140 του ν. 4270/2014), ή όλο το χρονικό διάστημα που η υπάλληλους τελούσε σε καθεστώς αργίας; (ΝΣΚ 44/2021).
Κατ’ αρχάς, η αυτοδίκαιη θέση του υπαλλήλου σε κατάσταση αργίας δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή, ούτε πράξη εκτέλεσης σχετικής απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου, αλλά προσωρινό διοικητικό μέτρο, το οποίο συνεπάγεται τη διακοπή της ενεργού άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων του υπαλλήλου για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενόσω εκκρεμεί σε βάρος του πειθαρχική ή ποινική υπόθεση, χωρίς ωστόσο να λύεται η υπαλληλική σχέση ή να χάνεται η οργανική θέση ή ο βαθμός που κατέχει ο υπάλληλος (βλ. Ολ. ΣτΕ 1900/2014, ΝΣΚ 8/2017).
Το σημαντικό πρακτικό ζήτημα, που προκύπτει είναι αν ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπάλληλος τελούσε σε αργία, αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας ή όχι, σε σχέση μάλιστα με τη μελλοντική μισθολογική και βαθμολογική του εξέλιξη.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 89 του Υ.Κ., ο χρόνος που δεν θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και δεν υπολογίζεται για τη προαγωγή του υπαλλήλου, είναι ο χρόνος της αργίας, στις περιπτώσεις που εκείνη επήλθε εξαιτίας ποινικής δίωξης, η δίωξη αυτή κατέληξε σε οποιαδήποτε καταδίκη, καθώς και όταν επήλθε εξαιτίας πειθαρχικής δίωξης, η οποία κατέληξε σε επιβολή πειθαρχικής ποινής τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών μηνών.
Με άλλα λόγια για να αποχαρακτηριστεί το χρονικό διάστημα της αργίας, ως χρόνος υπηρεσίας, δεν αρκεί απλώς η άσκηση ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης, πλην όμως εκείνες οφείλουν να έχουν καταλήξει στην ενοχή του υπαλλήλου οδηγώντας τον στην ποινική καταδίκη και στην επιβολή τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών μηνών, αντίστοιχα (ΔΕΑ 3140/2001).
Επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία υπάλληλος που έχει τεθεί σε αυτοδίκαιη αργία, μετά από άσκηση σε βάρος του πειθαρχικής δίωξης, η οποία όμως δεν του απέδωσε τη διάπραξη αντιπειθαρχικής συμπεριφοράς και τον απάλλαξε , ο χρόνος που είχε τεθεί σε αργία θεωρείται χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας που προσμετράται στο συνολικό χρόνο υπηρεσίας για βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη (Ολ. ΝΣΚ. 708/1991, ΝΣΚ 186/2009, 529/2006, 608/1999, 416/1998, ΣτΕ 15/2003, ΔΕΑ 3140/2001, 645/1990).
Ομοίως, και στην περίπτωση που του επεβλήθη πειθαρχική ποινή, η οποία όμως στη συνέχεια εξαφανίστηκε δυνάμει απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου, η οποία τον απάλλαξε από το αποδιδόμενο σ’ αυτόν πειθαρχικό παράπτωμα, ο χρόνος αργίας αποτελεί χρόνο δημόσιας υπηρεσίας, ο οποίος θα ληφθεί υπόψη για τη μισθολογική και βαθμολογική του εξέλιξη.
Ακολούθως, ο υπάλληλος, ο οποίος τελεί σε αργία απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπομένων καθηκόντων του και υπόκειται σε παρακράτηση μέρους των αποδοχών του, δικαιούμενος του υπολοίπου, με εξαίρεση την περίπτωση της επιβολής σε αυτόν της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, οπότε δεν του καταβάλλονται αποδοχές αργίας.
Μετά την επάνοδο του τεθέντος σε αργία υπαλλήλου, το ζήτημα της επιστροφής των παρακρατηθεισών αποδοχών κρίνεται, σε κάθε περίπτωση, από το πειθαρχικό συμβούλιο, το οποίο δεν υποχρεούται να διατάξει την επιστροφή όλου ή μέρους του παρακρατηθέντος ποσού των αποδοχών, αλλά δύναται να αποφασίσει και αντιθέτως. Συγκεκριμένα, το πειθαρχικό συμβούλιο, μπορεί να αποφασίσει να μην αποδοθούν στον υπάλληλο οι αποδοχές που παρακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια της αργίας. Υποχρεούται όμως, σ’ αυτή την περίπτωση να αιτιολογήσει ειδικώς και εμπεριστατωμένα την απόφαση του.
Διαφορετική είναι η περίπτωση, που ο τεθείς σε αργία υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια π.χ. για έκνομη διαχείριση, οπότε, στην περίπτωση αυτή, η απόδοση των παρακρατηθεισών κατά τη διάρκεια της αργίας αποδοχών του υπαλλήλου είναι κατά νόμο υποχρεωτική και ενεργείται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου (πρβλ. ΣτΕ 245/2019, 2767/2014, 2233/2009, 15/2003, ΝΣΚ 161/2017, 239/2009, 186/2009, 92/2009,).
Στην παραπάνω περίπτωση, που ο υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη και δεν του αποδοθεί η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, η Διοίκηση οφείλει να προβεί σε άμεση επιστροφή των αποδοχών του, που παρακρατήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα που εκείνος είχε τεθεί αυτοδίκαια σε αργία, χωρίς να απαιτεί να συγκροτηθεί ή να αποφανθεί προς τούτο το υπηρεσιακό συμβούλιο. (ΣτΕ 245/2019, 15/2003, ΝΣΚ 239/2017, 161/2017, 382/2012,186/2009, 92/2009, 312/2002).
Τέλος, οι ανωτέρω παρακρατηθείσες αποδοχές, οφείλουν να επιστραφούν στον υπάλληλο στο σύνολό τους, και για όλο το χρονικό διάστημα, που εκείνος τελούσε σε αργία, ακόμα και αν αυτός ξεπερνά τη διετία. Και τούτο, διότι η διετής παραγραφή εκκινεί από το χρόνο της πραγματικής γνώσης του υπαλλήλου ότι απαλλάχθηκε από κάθε πειθαρχική ευθύνη. Επομένως, για τον χρονικό προσδιορισμό της έναρξης της παραγραφής της αξίωσης του υπαλλήλου για καταβολή αποδοχών αργίας, λαμβάνονται υπόψη ο χρόνος έκδοσης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο της σχετικής απαλλακτικής πειθαρχικής απόφασης ή ο χρόνος κοινοποίησης στον υπάλληλο ή με άλλο τρόπο γνώσης της απόφασης αυτής.