Η σύμβαση εργασίας είναι άκυρη όταν
εκλείπουν τα εκ του νόμου απαιτούμενα πιστοποιητικά υγείας, η ειδική άδεια εργασίας κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές, υπάρχει η άποψη ότι, εφόσον υπήρχε πραγματική σχέση εργασίας, η ακυρότητα θα πρέπει να λειτούργει για το μέλλον, ώστε να προστατεύεται ο εργαζόμενος και να μπορεί να διεκδικήσει ακριβώς ό,τι προέβλεπε η σύμβαση, για το χρόνο που αυτή διήρκησε.
Συνήθως όμως η νομολογία αντιμετωπίζει διαφορετικά αυτές τις περιπτώσεις, θεωρώντας ότι η ακυρότητα ανατρέχει στην έναρξη της σύμβασης εργασίας. Έτσι, η σύμβαση θεωρείται ότι δεν έγινε ποτέ και ο εργαζόμενος δεν μπορεί να έχει καμία αξίωση από αυτήν. Μπορεί ωστόσο να διεκδικήσει τα δεδουλευμένα με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αξιώνοντας δηλαδή τον πλουτισμό που αποκόμισε ο εργοδότης από την παρασχεθείσα εργασία σε εκτέλεση της άκυρης σύμβασης. Ο πλουτισμός αυτός θα προσδιορισθεί με βάση τον νόμιμο μισθό.
Τέλος, όσον αφορά τα επιδόματα εορτών και αδείας, καθώς και τις προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας τη νύκτα ή τις Κυριακές, θα πρέπει να καταβάλλονται σε κάθε περίπτωση, καθώς προβλέπονται ευθέως από τον νόμο, χωρίς να προϋποθέτουν έγκυρη σύμβαση εργασίας.