Κατ’ αρχήν, αν μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου,
ο εργαζόμενος εξακολουθεί να εργάζεται χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης, τότε θεωρείται ότι η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μετατρέπεται σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Για να συμβεί αυτό πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις :
Επιπλέον, αν η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου περιλαμβάνει όρο για πρόωρη καταγγελία της, τότε, και πάλι, μετατρέπεται σε αορίστου χρόνου κατά την καταγγελία.
Τέλος, όταν συνάπτονται συνεχόμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, χωρίς να μεσολαβεί μεταξύ αυτών διάστημα μεγαλύτερο των 45 ημερών, ενώ οι συνεχείς ανανεώσεις επιβάλλονται από τις ανάγκες της επιχείρησης, τότε προκύπτει η πρόθεση του εργοδότη να καταστρατηγήσει τις σχετικές με τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου διατάξεις, ιδίως δε, αυτές που αφορούν την αποζημίωση απόλυσης. Έτσι, αν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου συνάπτονται διαδοχικά και έχουν διάρκεια τουλάχιστον τριών ετών, χωρίς να υπάρχει αντικειμενικός λόγος που δικαιολογεί τη σύναψή τους για ορισμένο χρόνο, τεκμαίρεται ότι καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες της επιχείρησης, και οι συμβάσεις αυτές μετατρέπονται σε σύμβαση αορίστου χρόνου.