ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΛΟΓΩ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ – ΧΡΟΝΙΑΣ ΠΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ

Η ΤΗΛΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ
December 28, 2021
ΠΟΙΕΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ;
December 29, 2021
Η ΤΗΛΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ
December 28, 2021
ΠΟΙΕΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ;
December 29, 2021
Share

Η προσβασιμότητα των ατόμων με αναπηρία τόσο στο δομημένο περιβάλλον όσο και στο κοινωνικό και πολιτιστικό και ιδιαίτερα στην εργασία, κρίνεται τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα σημαντική και αποτελεί βασικό παράγοντα για την πραγματική εξασφάλιση  της ισότητας ευκαιριών.

της Αναστασίας Μπογδάνη*

ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Σημαντικό ρόλο στην ανωτέρω προσπάθεια εξασφάλισης ισότητας ευκαιριών διαδραματίζει στο εθνικό μας δίκαιο ο ν. 4443/2016, ο οποίος αποτελεί ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών οδηγιών 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ που καθιερώνουν ένα πλέγμα προστατευτικών διατάξεων για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου.

Το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών και κατά συνέπεια και του ν. 4443/2016, καταλαμβάνει τόσο τις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, έγκυρες και άκυρες, όσο και άλλες μορφές παροχής εργασίας από τις οποίες απουσιάζει το στοιχείο της προσωπικής εξάρτησης τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Συγκεκριμένα περιλαμβάνει:  α) Τους  όρους πρόσβασης στην απασχόληση και το επάγγελμα, συμπεριλαμβανομένων  των κριτηρίων και των όρων πρόσληψης και  προαγωγής. β) Την πρόσβαση σε όλα τα είδη και επίπεδα  επαγγελματικού προσανατολισμού, επαγγελματικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και επανακατάρτισης, συμπεριλαμβανομένης και της απόκτησης επαγγελματικής πείρας. γ) Τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων  και  των  αμοιβών. δ) Τη συμμετοχή σε μία συνδικαλιστική ή επαγγελματική οργάνωση, συμπεριλαμβανομένων των πλεονεκτημάτων που χορηγούνται από τέτοιες οργανώσεις. Στο υποκειμενικό δε πεδίο εφαρμογής των οδηγιών αυτών εμπίπτουν και οι υπήκοοι τρίτων χωρών.

Επιτρεπτώς μπορεί να λαμβάνουν χώρα διακρίσεις επί τη βάση των προβλεπόμενων στις ως άνω οδηγίες απαγορευμένων λόγων διάκρισης, όταν λόγω της φύσης των  συγκεκριμένων  επαγγελματικών  δραστηριοτήτων  ή  του πλαισίου εντός του οποίου αυτές διεξάγονται, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική  επαγγελματική  προϋπόθεση. Αυτή η προϋπόθεση συντρέχει όταν, εξαιτίας κάποιου χαρακτηριστικού τους, οι φορείς του  βρίσκονται σε αδυναμία  να εκπληρώσουν τη συμφωνημένη  παροχή είτε για λόγους πραγματικούς  (πχ. σωματική ρώμη) είτε  για  λόγους  νομικούς (πχ. εκ του νόμου προβλεπόμενο όριο ηλικίας).

Οι διακρίσεις επί τη βάση των απαγορευμένων λόγων διάκρισης είναι απαγορευμένες όταν εκδηλώνονται με τη μορφή της άμεσης διάκρισης, της έμμεσης διάκρισης, της παρενόχλησης, της εντολής για την εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης, της πολλαπλής διάκρισης, της παρενόχλησης, της διάκρισης λόγω σχέσης, της διάκρισης λόγω νομιζόμενων χαρακτηριστικών και της άρνησης εύλογων προσαρμογών.

ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ΠΑΘΗΣΗΣ

Βάσει  του παραδοσιακού ιατρικού – προνοιακού  μοντέλου,  η  αναπηρία γινόταν  μέχρι πρότινος αντιληπτή αποκλειστικά ως μια μη ιάσιμη ή βαριά ασθένεια που  δικαιολογούσε την αυξημένη φροντίδα του κράτους. Η φροντίδα εξαντλούταν σε αμιγώς προνοιακής μορφής παρέμβαση με μέτρα  ιατροφαρμακευτικής  πρόνοιας  και οικονομικής  ανακούφισης και  το  πρόβλημα εστιαζόταν στο ίδιο το ανάπηρο άτομο.

Η  δικαιϊκή αντίληψη  για  την  έννοια  της αναπηρίας  άρχισε  να  μεταβάλλεται  όταν

η τελευταία εντάχθηκε στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι, η έννοια της αναπηρίας πέρα από στοιχεία που αφορούν  την κατάσταση της υγείας του αναπήρου και τη λειτουργικότητά του, άρχισε να περιλαμβάνει και στοιχεία του εξωτερικού περιβάλλοντος.  Συγκεκριμένα, το ενδιαφέρον  επικεντρώθηκε  στην  προσπάθεια  εξάλειψης  των  εμποδίων  και των περιορισμών που θέτουν στα ανάπηρα άτομα οι άνθρωποι, οι κοινωνικές προκαταλήψεις, ο στιγματισμός  και ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένο το περιβάλλον που ζουν. Αυτή η θεώρηση της αναπηρίας θέτει ως στόχο να παρασχεθούν στα άτομα με κάποια αναπηρία συγκεκριμένα δικαιώματα και να ενσωματωθούν  επί  ίσοις  όροις  με  τους  λοιπούς  ανθρώπους στην  κοινωνία.

Από την  έννοια της αναπηρίας που δίνει το δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης, όπου η χορήγηση αναπηρικής σύνταξης συνδέεται με την έξοδο από την αγορά εργασίας, βάσει του νέου κοινωνικού μοντέλου, η τελευταία διαμορφώνεται προσανατολισμένη στην παραμονή των αναπήρων στην αγορά εργασίας και στην κοινωνική τους ενσωμάτωση  εν  γένει.

Η έννοια της χρόνιας πάθησης εμπεριέχει με μία πρώτη ματιά την έννοια της αναπηρίας, όμως βασικό σκοπό έχει να συμπεριλάβει στο προστατευτικό πεδίο του νόμου περί απαγόρευσης των διακρίσεων και ασυμπτωματικές νόσους,  όπως το AIDS, που εμποδίζουν την κοινωνική ένταξη  των  ανθρώπων νοσούντων από  κάποια  πάθηση.

ΑΡΝΗΣΗ ΕΥΛΟΓΩΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΩΝ

Η έννοια  των «εύλογων προσαρμογών» προσεγγίζει την έννοια της αναπηρίας και της χρόνιας πάθησης υπό την σκοπιά του  κοινωνικού  μοντέλου της αναπηρίας. Ειδικότερα, η υποχρέωση  εύλογων  προσαρμογών τίθεται υπέρ  των ατόμων που πάσχουν  από  κάποια χρόνια  πάθηση  ή αναπηρία, διότι βασική ιδιαιτερότητα της αναπηρίας και της χρόνιας πάθησης σε σχέση με τα υπόλοιπα απαγορευμένα χαρακτηριστικά διάκρισης είναι ότι η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω χρόνιας πάθησης ή αναπηρίας, κατά την έννοια του κοινωνικού μοντέλου αυτής δεν έχει πρακτικό αποτέλεσμα αν δεν ληφθούν υπόψη όλοι εκείνοι οι παράγοντες που αλληλεπιδρούν εντός του περιβάλλοντος εργασίας με την  πάθηση ή την αναπηρία του εργαζομένου και τον εμποδίζουν να συμμετέχει στην εργασία. Σκοπός της θέσπισης των εύλογων προσαρμογών είναι ακριβώς οι εργοδότες, κατά την εκτίμησή τους, να αξιολογούν τις πραγματικές ικανότητες ενός προσώπου με αναπηρία για  συγκεκριμένη  εργασία  αφού  γίνουν  οι  απαραίτητες  εύλογες  προσαρμογές και όχι τις ενδεχόμενες ανικανότητές τους ή τη μειωμένη αποδοτικότητά τους λόγω της αναπηρίας ή της χρόνιας πάθησης.

Οι προσαρμογές περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα παρεμβάσεων είτε στο περιβάλλον εργασίας είτε στην κατανομή καθηκόντων ώστε να μπορούν να εξυπηρετούνται εξατομικευμένες ανάγκες του εργαζομένου με αναπηρία ή χρόνια πάθηση. Έτσι, ως εύλογη προσαρμογή κρίνεται ενδεχομένως η διαμόρφωση του χώρου, η προσαρμογή του εξοπλισμού, η εγκατάσταση βοηθητικών μηχανισμών και ειδικού εξοπλισμού, η προσαρμογή του ρυθμού εργασίας, η καθιέρωση μερικής αντί πλήρους απασχόλησης και γενικότερα ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός  που  να  αφορά  το  περιβάλλον, υπηρεσίες, προϊόντα που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από όλους και όχι μόνο από υγιή και αρτιμελή άτομα.

Για να κριθεί αν η συμπεριφορά ενός εργοδότη συνιστά άρνηση εύλογων προσαρμογών με την έννοια της απαγορευμένης διάκρισης, μέτρο κρίσης πρέπει να τίθεται η κοινή λογική και η αδικαιολόγητη δυσκολία που θα του προκληθεί με την ενδεχόμενη λήψη τέτοιων προσαρμογών. Αυτό αξιολογείται κατά περίπτωση, ήτοι για να κριθεί το κατά πόσο τα μέτρα θα συνιστούσαν δυσανάλογη επιβάρυνση, λαμβάνονται ιδίως υπόψη το μέγεθος και οι πόροι της επιχείρησης του εργοδότη, η φύση της, το εκτιμώμενο κόστος των προσαρμογών, καθώς και τα πιθανά οφέλη της αυξημένης πρόσβασης για τα άτομα με αναπηρία.

Από  έναν  «μεγάλο»  εργοδότη  συνεπώς,  οι  απαιτήσεις  εύλογων  προσαρμογών  είναι υψηλότερες και η κρίση περί του ότι η άρνηση εκ μέρους του λήψης εύλογων προσαρμογών είναι δικαιολογημένη και επιτρεπτή γίνεται με μεγαλύτερη φειδώ. Η  επιβάρυνση επίσης είναι προφανές ότι δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη όταν αντισταθμίζεται επαρκώς με μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής ενός κράτους μέλους για την προαγωγή ευκαιριών απασχόλησης των ατόμων με ειδικές ανάγκες ή όταν  υπάρχει  δημόσια χρηματοδότηση  για  την  απόσβεση  μέρους  του  κόστους  των προσαρμογών αυτών.

Πρέπει να διευκρινιστεί και από τα ανωτέρω προκύπτει ξεκάθαρα ότι η ανάγκη εύλογων προσαρμογών δεν αποτελεί εννοιολογικό της αναπηρίας ή της χρόνιας πάθησης. Δηλαδή ένα άτομο μπορεί να φέρει μία αναπηρία ή χρόνια πάθηση και να εμπίπτει στο προστατευτικό κατά των διακρίσεων νομοθετικό πλαίσιο χωρίς να είναι απαραίτητο να υπάρχει λόγω αυτού του χαρακτηριστικού του ανάγκη λήψης εύλογων προσαρμογών υπέρ του.

Η υποχρέωση εύλογων προσαρμογών παρά ταύτα δεν σημαίνει, ότι θα παραμείνουν σε θέσεις εργασίας άτομα που δεν είναι κατάλληλα, ικανά και πρόθυμα  να  εκτελέσουν  μια  εργασία.


*Η Αναστασία Μπογδάνη είναι Δικηγόρος, Μ.Δ.Ε. Εργατικού Δικαίου και συνεργάτης του Δικηγορικού Γραφείου Γιάννης Καρούζος & Συνεργάτες.