Μια επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να προβλέπει πειθαρχικά παραπτώματα και ποινές για το προσωπικό της, προκειμένου να εξασφαλίσει την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της, με τρόπο που σέβεται την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η πειθαρχική εξουσία του εργοδότη πρέπει υποχρεωτικά να ρυθμίζεται στον κανονισμό εργασίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 1§3 ν.δ. 3789/1957, ο κανονισμός εργασίας μπορεί να προβλέπει μόνο τις εξής, αύξουσας βαρύτητας, ποινές :
Α) προφορική ή έγγραφη παρατήρηση
Β) επίπληξη
Γ) πρόστιμο ύψους έως το ¼ του ημερομισθίου ή του μισθού που αντιστοιχεί σε μία ημέρα. Βέβαια, για περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα μπορούν να επιβληθούν περισσότερα του ενός πρόστιμα συγχρόνως, ακόμη κι αν το συνολικό ποσό αυτών υπερβαίνει το παραπάνω ανώτατο όριο.
Δ) Η υποχρεωτική αποχή από την εργασία, η οποία επιβάλλεται στα σοβαρότερα πειθαρχικά παραπτώματα. Προϋπόθεση επιβολής της είναι η υποτροπή σε σοβαρή αντιπειθαρχική παράβαση. Πρέπει, δηλαδή, ο ίδιος μισθωτός να έχει υποπέσει σε ένα σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα και στη συνέχεια να διαπράξει ένα άλλο, χωρίς να απαιτείται ταύτιση μεταξύ των δύο παραπτωμάτων. Κατά τη διάρκεια της αποδοχής ο μισθωτός δε δικαιούται μεν αποδοχών, αλλά η σύμβαση εργασίας του δε λύεται, απλώς αδρανοποιείται.
Κατά της τελευταίας αυτής ποινής, επιτρέπεται άσκηση έφεσης εντός 5 ημερών από την κοινοποίηση της ποινής ενώπιον του Τμήματος Κανονισμών Εργασίας ( άρθρο 1§3 ν.δ. 3789/1958). Η άσκηση της έφεσης έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή εκτέλεσης της ποινής. Έτσι, τυχόν άρνηση του εργοδότη να απασχολήσει τον εργαζόμενο τυγχάνει παράνομη και περιάγει τον εργοδότη σε καθεστώς υπερημερίας.
Δικηγόρος Εργατολόγος