Κατ’ αρχήν, η εργασιακή σχέση, κατά τη διάρκεια της στράτευσης
τίθεται σε αναστολή και ο εργοδότης δεν μπορεί να καταγγείλει τη σχέση εργασίας επειδή ο μισθωτός κλήθηκε να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία.
Προκειμένου να ισχύει η ανωτέρω προστασία, ο μισθωτός πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον έξι μήνες απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη και να έχει σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.
Κατά τη διάρκεια της στράτευσης ο εργοδότης δεν υποχρεούται να καταβάλλει αποδοχές, όμως ο χρόνος αυτός για τον εργαζόμενο προσμετράται ως χρόνος πραγματικής απασχόλησης έναντι του εργοδότη.
Μετά την πλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, ο μισθωτός έχει προθεσμία ενός μήνα από την απόλυσή του από τον στρατό, για να δηλώσει στον εργοδότη την επιθυμία του να επιστρέψει στη θέση του, ενώ εντός 15 ημερών από τη δήλωσή του, πρέπει να αναλάβει τα καθήκοντά του. Αν ο μισθωτός δηλώσει την επιθυμία του να επιστρέψει στην εργασία του, ο εργοδότης υποχρεούται να τον απασχολήσει για ένα έτος τουλάχιστον.
Αν παρά τη δήλωση του εργαζομένου, ο εργοδότης τον απολύσει, τότε ο εργαζόμενος έχει τα εξής δικαιώματα : είτε να θεωρήσει ότι η μη επαναπρόσληψή του αποτελεί άκυρη απόλυση, αξιώνοντας τις αποδοχές υπερημερίας από το χρόνο που εδικαιούτο να επιστρέψει στην εργασία του, είτε να θωρήσει την απόλυσή του ως έγκυρη, αξιώνοντας την αποζημίωση απόλυσης, αλλά και την ειδική αποζημίωση του Ν. 3514/1928, η οποία ισούται με τις αποδοχές έξι μηνών.