ΑΠΟΛΥΘΗΚΑ ΠΡΙΝ ΛΑΒΩ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΑΝΑΨΥΧΗΣ. ΤΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΧΩ;

Ο ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
May 19, 2022
ΟΤΑΝ Η ΖΗΤΗΣΗ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
May 20, 2022
Ο ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
May 19, 2022
ΟΤΑΝ Η ΖΗΤΗΣΗ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
May 20, 2022

Πολύ συχνά εμφανίζεται το φαινόμενο να απολύεται ένας εργαζόμενος προτού λάβει την άδεια αναψυχής που δικαιούται για το τρέχον ημερολογιακό έτος. Έτσι, στο πλαίσιο της οικονομικής εκκαθάρισης της σχέσης των δύο μερών, γεννάται το πρόβλημα του τι θα γίνει με τις οφειλόμενες αποδοχές αδείας του α.ν. 539/1945.

Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου

Ο ν. 1346/1983 λύνει το πρόβλημα αυτό, ορίζοντας ότι ο εργαζόμενος, του οποίου η σύμβαση ή σχέση εργασίας λύεται με οποιονδήποτε τρόπο (δηλαδή και με παραίτηση) προτού λάβει την άδεια αναψυχής για το τρέχον ημερολογιακό έτος, δικαιούται να λάβει ένα χρηματικό ποσό αντί για τα δικαιώματα του α.ν. 539/1945, τα οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να ασκηθούν. Έτσι, διακρίνουμε τις παρακάτω περιπτώσεις:

  1.  Εάν η λύση της σχέσης εργασίας επισυμβεί τo πρώτο έτος από την πρόσληψη, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση ίση με 2 ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης, εντελώς ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη αποζημίωση. Έτσι, παραδείγματος χάριν, ένας εργαζόμενος που απολύεται μετά από 10 μήνες υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, δικαιούται 20 ημερομίσθια (ή 20/25 του μηνιαίου μισθού).
  2.  Εάν η λύση της σχέσης εργασίας λάβει χώρα εντός του πρώτου μήνα από την πρόσληψη, καταβάλλεται αναλόγως μειωμένο κλάσμα ως αποζημίωση. Έτσι, παραδείγματος χάριν, ένας εργαζόμενος που απολύεται έπειτα από 15 ημέρες εργασία, δικαιούται 1 ημερομίσθιο ως αποζημίωση.
  3.  Σε κάθε άλλη περίπτωση, δηλαδή προκειμένου για εργαζόμενους των οποίων η σχέση εργασίας λύεται μετά το ένα έτος υπηρεσίας, ο εργοδότης υποχρεούται να τους καταβάλλει τις αποδοχές που θα δικαιούνταν κανονικά αν δεν μεσολαβούσε η λύση της σχέσης εργασίας. Δηλαδή δικαιούνται πλήρεις αποδοχές και επίδομα αδείας. Έτσι, παραδείγματος χάριν, ένας εργαζόμενος με πενθήμερο σύστημα που απολύεται ακριβώς μετά τη συμπλήρωση ενός έτους υπηρεσίας και άρα δικαιούται 20 εργάσιμες ημέρες άδεια (α.ν. 539/1945), δικαιούται τις καταβαλλόμενες αποδοχές του για 20 εργάσιμες ημέρες, καθώς και το ½ των καταβαλλόμενων αποδοχών του ως επίδομα.

Η νομολογία δέχεται παγίως (βλ. ενδεικτικά Α.Π. 1468/1997) ότι ο απολυόμενος κατά την τελευταία ημέρα του εκάστοτε ημερολογιακού έτους, δε δικαιούται αποδοχές ως αντιστάθμισμα της μη λήψης της άδειας του επόμενου ημερολογιακού έτους. Αυτό βέβαια ισχύει για όσους έχουν λάβει την άδεια τους κατά το διανυόμενο ημερολογιακό έτος, ωστόσο μια επιπλέον επισήμανση είναι αναγκαία μετά τον ν. 4808/2021. Καθώς το άρθρο 61 του νόμου αυτού προβλέπει τη δυνατότητα μεταφοράς της άδειας αναψυχής του εκάστοτε ημερολογιακού έτους τους πρώτους 3 μήνες του επόμενου ημερολογιακού έτους, είναι δυνατόν -πραγματικά και νομικά- εργαζόμενος που απολύεται στα τέλη του έτους να δικαιούται ακόμη την άδεια αναψυχής για το έτος αυτό. Στην περίπτωση αυτή ισχύουν βέβαια τα όσα προαναφέρθηκαν για όλους γενικά τους εργαζόμενους που αποχωρούν πριν λάβουν την άδεια αναψυχής τους.

Καταληκτικά, αξίζει να επισημανθεί ότι τόσο με τις ρυθμίσεις αυτές για τις αποδοχές αδείας, όσο και με την υπό όρους οφειλή των επιδομάτων εορτών σε απολυθέντες εργαζόμενους, ο νόμος παρέχει στον εργαζόμενο κάτι σαν δεύτερη αποζημίωση απόλυσης, η οποία μάλιστα οφείλεται και πριν την ολοκλήρωση του πρώτου ημερολογιακού έτους.