Τα επιτρεπόμενα όρια απουσίας του εργαζομένου από την εργασία λόγω «βραχείας ασθενείας»
καταγράφει το Υπουργείο Εργασίας σε έγγραφό του διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι «η πέραν των ορίων της βραχείας ασθενείας αποχή δεν θεωρείται ως καταγγελία της σχέσεως εργασίας». Και , εφόσον ισχύει η σύμβαση (δεν έχει καταγγελθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη) « ο χρόνος αναστολής της παροχής εργασίας λόγω ασθενείας ή άλλης αιτίας συνυπολογίζεται στον χρόνο υπηρεσίας για τον καθορισμό της αποζημίωσης».
ΤΑ ΟΡΙΑ
Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4558/1930 ως «βραχείας διαρκείας ασθένεια ερμηνεύεται η διαρκούσα ένα μήνα δι` υπαλλήλους υπηρετούντας μέχρι τεσσάρων ετών, τρείς μήνας δι` υπαλλήλους υπηρετούντας πλέον των τεσσάρων ετών, όχι όμως και πλέον των δέκα ετών, τέσσαρας μήνας δι`υπαλλήλους υπηρετούντας πλέον των δέκα ετών, όχι όμως και πλέον των δέκα πέντε ετών, και έξι μήνας δια τους υπηρετούντας επί χρόνον ανωτέρον των δέκα πέντε ετών». Οι παραπάνω διατάξεις έχουν εφαρμογή σε κάθε ασθένεια, εξαιτίας της οποίας ο μισθωτός απουσίασε από την εργασία του και ανεξάρτητα από την αιτία, που την προκάλεσε (Α.Π. 542/2010).
ΔΕΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΠΟΛΥΣΗ
Η υπέρβαση των ορίων της βραχείας διάρκειας ασθένειας, που τίθενται από τις παραπάνω διατάξεις δεν επιφέρει από μόνη της την αυτοδίκαιη λύση της εργασιακής σχέσης, αλλά, η λύση ή μη της εργασιακής συμβάσεως κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το δικαστή κατά τα άρθρα 200 και 288 Α.Κ. (Ολ. Α.Π. 32/88, Α.Π. 40/1997, Εφ. Πειρ. 512/1994, Α.Π. 455/99, Α.Π. 259/91, Α.Π. 272/91).
Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι δεν υπάρχει διάταξη νόμου που απαγορεύει την καταγγελία κατά τη διάρκεια της ασθένειας. Η ασθένεια αυτή καθ’ αυτή δεν δικαιολογεί την καταγγελία. Δηλαδή, δεν απαγορεύεται η καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη κατά τη διάρκεια της ασθένειας του εργαζόμενου, εκτός βέβαια αν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις που αφορούν την επιχείρηση ή στην ατομική σύμβαση εργασίας, αρκεί να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις και να καταβληθεί η οφειλόμενη
αποζημίωση ή να μην γίνεται αυτή κατά κατάχρηση δικαιώματος (Α.Π. 288/1966, 770/1989, 542, 543/1997, Α.Π. 1759/2002, Εφ. Θεσ/κης 1547/2004, Μον. Πρωτ. Πρεβέζης 450/2011, Μον. Πρωτ. Αθηνών 826/2011, Μον. Πρωτ. Θεσ/κης 380/2012 κ.λ.π.).
Περαιτέρω, κατά την αληθή έννοια των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4558/1930, καθώς και κατά την κρίση των δικαστηρίων, από τη φράση «ως βραχείας διάρκειας ασθένεια, ερμηνεύεται η διαρκούσα…» και ιδίως από τη λέξη «διαρκούσα» συνάγεται η ερμηνευτική αρχή ότι ο νομοθέτης θέλησε την αποχή του μισθωτού από την εργασία του συνεχή μέχρι συμπληρώσεως των υπό του ως άνω νόμου προβλεπόμενων χρονικών ορίων (Α.Π. 443/1958, Εφ. Αθηνών 1177/1971, Πρωτ. Αθηνών 125/1954, 15015/1959, 105/1959, Πρωτ. Πατρών 1295/1951, Γνωμοδότηση Νομ. Συμβ. Κράτους 1048/1959). Πάντως, σε περίπτωση αμφισβήτησης, αρμόδια να κρίνουν είναι τα Δικαστήρια.