Γιατί μειώνεται η προσφορά εργασίας στον Τουρισμό στην Ιταλία;

Διπλοθεσία εκπαιδευτικών. Για ποιους κάμπτεται η απαγόρευση που προβλέπει ο υπαλληλικός κώδικας;
September 5, 2022
Μπορεί δημόσιος υπάλληλος να διοριστεί σε δεύτερη θέση στο δημόσιο; Πότε πρέπει να υποβάλλει την παραίτηση του;
September 6, 2022
Διπλοθεσία εκπαιδευτικών. Για ποιους κάμπτεται η απαγόρευση που προβλέπει ο υπαλληλικός κώδικας;
September 5, 2022
Μπορεί δημόσιος υπάλληλος να διοριστεί σε δεύτερη θέση στο δημόσιο; Πότε πρέπει να υποβάλλει την παραίτηση του;
September 6, 2022

Δελτίο ADAPT 5 Σεπτεμβρίου 2022, τεύχος 29

Ο τομέας του Τουρισμού, στον οποίο περιλαμβάνονται παραδοσιακά το 2019 – πριν από την πανδημία – τα ξενοδοχεία, τα κάμπινγκ και άλλες εγκαταστάσεις διαμονής, τα δημόσια καταστήματα (μπαρ, εστιατόρια κ.λπ.), τα κυλικεία, τα κολυμβητήρια, τα ταξιδιωτικά γραφεία και οι ταξιδιωτικοί πράκτορες, οι ιαματικές πηγές και τα θεματικά πάρκα – μετρούσαν περίπου 1,3 εκατομμύρια εργαζόμενους σε σύγκριση με περίπου 200 χιλιάδες εταιρείες με εργαζόμενους κατά μέσο όρο ετησίως (EBNT, Παρατηρητήριο της αγοράς εργασίας στον τομέα του τουρισμού, ΈΚΘΕΣΗ XII).

Το 2020, έτος πλήρους πανδημίας, η απασχόληση στον τομέα μειώθηκε κάτω από ένα εκατομμύριο μονάδες, περίπου 950 χιλιάδες εργαζόμενους κατά μέσο όρο ετησίως (EBNT, Παρατηρητήριο για την αγορά εργασίας στον τουρισμό, Έκθεση XIII).

Το 2021, αν και τους πρώτους μήνες του έτους υπήρξε ισχυρή κυκλοφορία του ιού και ελήφθησαν μέτρα για τον περιορισμό των δραστηριοτήτων, η απασχόληση στον τουριστικό τομέα ανέκαμψε, επιστρέφοντας πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, απέχοντας, ωστόσο, πολύ από τις προ κρίσης αξίες.

Τα στοιχεία που δημοσίευσε τις τελευταίες ημέρες η INPS (ο αντίστοιχος ιταλικός ΕΦΚΑ) – τα οποία αφορούν το σύνολο της οικονομίας και σταματούν τον Μάιο του 2022 – δείχνουν σημαντική ανάκαμψη των αμοιβών απασχόλησης, ως αποτέλεσμα της ανάκαμψης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τους τελευταίους μήνες.

Συνεπώς, υπάρχει ισχυρή ζήτηση εργατικού δυναμικού έναντι της οποίας παρατηρείται επιβράδυνση της προσφοράς εργασίας, ιδίως στον τομέα του τουρισμού.

Το φαινόμενο αυτό αποτέλεσε αντικείμενο έντονης συζήτησης στην οποία θέλουμε να συμβάλουμε με βάση τα στοιχεία του τομέα.

Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι το πρόβλημα της προσφοράς εργασίας, στη φιλοξενία και την εστίαση, χαρακτηρίζει σε διαφορετικό βαθμό όλες τις τουριστικές οικονομίες της ευρωπαϊκής ηπείρου (Hotrec, Πώς να προσελκύσετε και να διατηρήσετε το εργατικό δυναμικό στον τομέα της φιλοξενίας) και τις κύριες τουριστικές οικονομίες του κόσμου.

Ωστόσο, με την έλευση της πανδημίας έχει γίνει εξαιρετικά ορατή η έλλειψη προσωπικού ή η φθίνουσα δυναμική της προσφοράς εργασίας στον τομέα του τουρισμού, σε σημείο να γίνει θέμα κοινής συζήτησης.

Πιθανότατα δεν είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε μια ιεραρχία των αιτιών του φαινομένου, αλλά μπορούμε να προσπαθήσουμε να απαριθμήσουμε εκείνες με μεγαλύτερο αντίκτυπο.

Μία από τις διαρθρωτικές αιτίες της μείωσης της προσφοράς εργασίας στον τομέα είναι το δημογραφικό. Η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας της κοινωνίας μας μειώνει μία από τις παραδοσιακές λεκάνες προσφοράς του εργατικού δυναμικού στον τομέα του τουρισμού: τους νέους.

Στο παρακάτω διάγραμμα, η τάση του ποσοστού των εργαζομένων στον κλάδο κάτω των 30 ετών και άνω των 50 ετών από το 2008 έως το 2020. Αν και οι κάτω των 30 ετών εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τρίτο των απασχολουμένων, το ποσοστό των άνω των 50 ετών αυξάνεται συνεχώς, υποδεικνύοντας μια «διολίσθηση» προς τα εμπρός στη μέση ηλικία των εργαζομένων στον τομέα.
Ποσοστό εργαζομένων <30 ετών και >50 ετών στον Τουρισμό (2008-2020)

Πηγή: επεξεργασίες σχετικά με τα στοιχεία INPS

Δεύτερον, υπάρχει μια διαφορετική αξιολόγηση των χαρακτηριστικών της εργασίας στον τουρισμό: εποχικότητα, ευελιξία χρόνου, ευκαιρίες σταδιοδρομίας.

Αν μέχρι πριν από λίγα χρόνια αυτή η τελευταία πτυχή, η απόκτηση επαγγελματισμού ή η δυνατότητα αξιοποίησης μιας ευκαιρίας εργασίας για όσους είχαν αποβληθεί από έναν άλλο τομέα αντιπροσώπευαν έγκυρα κίνητρα για να ακολουθήσουν μια καριέρα στον τουρισμό, σήμερα επικρατεί μια αξιολόγηση που τείνει περισσότερο να αξιολογήσει στην ευελιξία και την εποχικότητα των στοιχείων δραστηριότητας που επηρεάζουν αρνητικά την επιλογή.

Συγκεκριμένα, η εποχικότητα, η οποία παρέχει στους εργαζόμενους την ευκαιρία να εργάζονται μόνο σε ορισμένες περιόδους του έτους για να εκτελούν διαφορετικές δραστηριότητες ή φροντίδα σε άλλες περιόδους, αντιπροσωπεύει στη σημερινή αξιολόγηση ένα στοιχείο ισχυρής επίδρασης.

Αυτή η άποψη, που κατά τη γνώμη μου δεν συμμερίζεται, υπερηφανεύεται για τους έγκυρους υποστηρικτές της, τόσο πολύ που στην έκθεση της ομάδας εργασίας για τις παρεμβάσεις και τα μέτρα για την καταπολέμηση της φτώχειας των εργαζομένων στην Ιταλία του Υπουργείου Εργασίας τα στοιχεία σχετικά με τον «κίνδυνο χαμηλών μισθών ανά μακροτομέα» εκτιμώνται για τον τομέα του τουρισμού σε 64,5% σε σύγκριση με τους ετήσιους μισθούς.

Η Έκθεση εξηγεί γιατί υπάρχει αυτός ο κίνδυνος (σελ. 14, εικ. 3) συσχετίζοντας τον κίνδυνο χαμηλών αμοιβών με τους μήνες εργασίας. Δηλαδή, παρατηρείται: για όσους εργάζονται μόνο λίγους μήνες κατά τη διάρκεια του έτους, υπάρχει κίνδυνος ο μισθός να είναι κάτω από τους μέσους ετήσιους μισθούς.

Αυτό ισχύει ασφαλώς για τους εποχιακούς εργαζόμενους, οι οποίοι εργάζονται εξ ορισμού σε ορισμένους μήνες του έτους. Και όμως η εποχικότητα, ειδικά στον τουρισμό, είναι ένα γεγονός για το οποίο ούτε οι εργαζόμενοι ούτε οι επιχειρήσεις μπορούν να κάνουν πολλά.

Λύση στις περιορισμένες εποχιακές χρήσεις δίνει παραδοσιακά η δυνατότητα «διπλής σαιζόν», θερινής και χειμερινής, όπως συμβαίνει συχνά για παράδειγμα στις ορεινές περιοχές.

Η δυνατότητα πρόσθετης εποχιακής σύμβασης αφορά προφανώς και εκείνους που, έχοντας εργαστεί κατά τη θερινή περίοδο σε παραθαλάσσιο θέρετρο, αποφασίζουν να εργαστούν κατά τη χειμερινή περίοδο στα βουνά ή σε κάθε περίπτωση σε τοποθεσία διαφορετική από εκείνη στην οποία εξυπηρετούσαν προηγουμένως.

Με αυτόν τον τρόπο ξεπερνιέται κατά κάποιο τρόπο ο περιορισμός που συνδέεται με την κλιματική εποχικότητα. Πώς θα μπορούσε να ξεπεραστεί, αν ο εργαζόμενος που δεν επιθυμεί να μετακομίσει από τον τόπο κατοικίας –  του προσφερόταν εποχική απασχόληση σε διαφορετικό τομέα, κατά τη διάρκεια της χαμηλής περιόδου.

Στην τελευταία περίπτωση, θα διατηρηθεί η δυνατότητα εδραίωσης του επαγγελματισμού στην περιοχή, αποφεύγοντας την εργασιακή εξαθλίωση μέσω επαναλαμβανόμενων «μεταναστεύσεων» ακόμη και προσωρινών.

Ωστόσο, η υλοποίηση αυτών των δυνατοτήτων απαιτεί μια δυναμική αγορά εργασίας στην οποία η σύζευξη μεταξύ ζήτησης και προσφοράς εργασίας, από δημόσιους ή / και ιδιωτικούς φορείς, πραγματοποιείται αποτελεσματικά.

Γνωρίζουμε ότι –επί του παρόντος– αυτό δεν συμβαίνει στην αγορά εργασίας μας, στην οποία εξακολουθούν να επικρατούν οι άτυποι μηχανισμοί αναζήτησης και επιλογής της μόνιμης εγκατάστασης.

Τέλος, για μια σωστή αξιολόγηση της ελκυστικότητας της εποχικής εργασίας, η πτυχή που σχετίζεται με το επίδομα ανεργίας, το οποίο από το 2015 έχει μειωθεί στο μισό για αυτή την κατηγορία εργαζομένων, δεν είναι αμελητέα.

Ερχόμενοι σε άλλη αιτία θα σημειώναμε ότι, η παρατεταμένη συρρίκνωση των τουριστικών δραστηριοτήτων που συνδέονται με την έκτακτη ανάγκη της πανδημίας και τα μέτρα για την πρόληψη της εξάπλωσης του ιού SARS-CoV-2 έχουν τιμωρήσει έντονα τον επαγγελματισμό του τομέα.

Οι εποχιακές σχέσεις και οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου έχουν σταματήσει σημαντικά, χωρίς να επωφελούνται – αν όχι σε περιορισμένο βαθμό – από τις παρεμβάσεις εισοδηματικής στήριξης.

Τα στοιχεία του κλάδου μάς λένε ότι οι παρατεταμένες διακοπές της επιχειρηματικής δραστηριότητας ωθούν το λιγότερο ειδικευμένο εργατικό δυναμικό να στραφεί σε άλλους τομείς προς αναζήτηση εργασίας.

Την ίδια περίοδο που η τουριστική δραστηριότητα ήταν περιορισμένη, γίναμε μάρτυρες μιας άνθησης της εφοδιαστικής και των κατασκευών, τομείς όπου παραδοσιακά υπάρχει επίσης χώρος για μαθήματα χωρίς συγκεκριμένο προσόν.

Η παρατεταμένη συρρίκνωση των τουριστικών δραστηριοτήτων έχει επίσης μεταδώσει μια εικόνα εργασιακής ανασφάλειας που έχει ωθήσει τους εργαζόμενους και τους επίδοξους εργαζόμενους να στραφούν σε άλλες δραστηριότητες.

Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμάται η ψυχολογική πτυχή του κλεισίματος που χαρακτήρισε τους πρώτους μήνες της πανδημίας, γεγονός που οδήγησε ορισμένους να μειώσουν τις προσδοκίες και τις επιλογές ζωής τους, κλίνοντας προς μια λιγότερο «δυναμική» απασχόληση και «εκτεθειμένοι» σε επαφή με άλλους σε σύγκριση με τον τουρισμό.

Σε αυτούς τους λόγους προφανώς προστίθενται και άλλοι, που σχετίζονται περισσότερο με τη δομή των μέτρων στήριξης της εργασίας που υπάρχουν σήμερα στη χώρα μας.

Αυτή είναι η περίπτωση του πολυσυζητημένου ζητήματος της επιρροής του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, για το οποίο δεν υπάρχουν οριστικά στοιχεία.

Ενώ, ωστόσο, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δεν μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την αξιολόγηση της αποδοχής ή μη πλήρους και/ή αορίστου χρόνου απασχόλησης, δεν μπορεί να αποκλειστεί η επίδρασή του στον προσανατολισμό της αποδοχής ή μη θέσεων εργασίας μικρότερης διάρκειας, όπως, αντικαταστάτες, συμβάσεις ορισμένου χρόνου μικρότερης διάρκειας ή κατά παραγγελία συμβάσεις, που χαρακτηρίζουν επίσης τον τομέα με σημαντικό τρόπο.
Υπάρχουν λύσεις με τις οποίες μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της μείωσης της προσφοράς εργασίας στον τομέα του τουρισμού:

– πάντα στο θέμα της διμερούς συνεργασίας, η εντατικοποίηση του έργου της γνώσης και η προώθηση όλων των εργαλείων του wellfare που υπάρχουν στις συλλογικές διαπραγματεύσεις (υγειονομική περίθαλψη, επικουρικές συντάξεις, διμερείς σχέσεις, συνεχής κατάρτιση) που επιτρέπουν την επαγγελματική ανάπτυξη και τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών των εργαζομένων.

Χωρίς να παρακάμπτονται οι πτυχές που σχετίζονται άμεσα με τις αμοιβές, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η οικονομική ανάκαμψη του κλάδου, που μόλις ξεκίνησε μετά τη διετή horribilis που συνδέονται με τον Covid-19, απειλείται πλέον από το σοκ που συνδέεται με το ενεργειακό κόστος εκτός ελέγχου.

Για να μην δημιουργηθεί ένα πληθωριστικό σπιράλ, όπως συνέβη σε πολύ παρόμοιες συνθήκες κατά τη διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιπούρ το 1973, πρέπει να ληφθούν εγκαίρως αποφάσεις που μπορούν να στηρίξουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Τέλος, αν θέλουμε να αυξηθούν και πάλι οι μισθοί για να αποτελέσουν όχι μόνο επαρκή αποζημίωση αλλά και παράγοντα ελκυστικότητας του τομέα, είναι απαραίτητο να παρέμβουμε εξίσου στο κόστος εργασίας μειώνοντας τη λεγόμενη φορολογική σφήνα που αποτελεί μια μορφή σοβαρής τιμωρίας για τις ιταλικές επιχειρήσεις στο ήδη προβληματικό πλαίσιο του ευρωπαϊκού τουρισμού (βλ. Tourism works for Italy, Φεντερμπέργκι, 2022).

 Άντζελο Κάντιντο

Επικεφαλής της Συνδικαλιστικής Υπηρεσίας Federalberghi

@angelocandido


Μετάφραση:

Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου