Τα διαλείμματα εργασίας παρατείνουν το ωράριο εργασίας;
September 8, 2022Οι εξαγγελίες στη ΔΕΘ για τους εργαζόμενους
September 10, 2022Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου
Η κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας σηματοδοτεί την έναρξη μίας σύνθετης διοικητικής διεργασίας, σκοπός της οποίας αποτελεί η απόδοση πειθαρχικών ευθυνών στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους για τις πράξεις και παραλείψεις τους.
Ο νόμος και συγκεκριμένα ο Υπαλληλικός Κώδικας (εφεξής ΥΚ), ως πειθαρχικό παράπτωμα ορίζει κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη και μπορεί να καταλογισθεί στον υπάλληλο. Το εν λόγω καθήκον προσδιορίζονται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι νόμοι, οι εντολές και οι οδηγίες που του δίνονται καθώς και από τη συμπεριφορά που οφείλει να τηρεί ο υπάλληλος και εκτός της υπηρεσίας (ΥΚ άρθρο 106). Ενδεικτικά τέτοια παραδείγματα πειθαρχικών παραπτωμάτων συνιστούν η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων του, η αμέλεια, καθώς και η ατελής ή μη έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων, η παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας, η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες, η αδικαιολόγητη μη εξυπηρέτησή τους και η μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους κλπ.
Τα πειθαρχικά παραπτώματα επισύρουν πειθαρχικές ποινές, οι οποίες προβλέπονται επίσης στον ΥΚ. Ειδικότερα, στο άρθρο 109 προβλέπονται περιοριστικά έξι (6) ποινές: η έγγραφη επίπληξη, το πρόστιμο έως τις αποδοχές τριών (3) μηνών, η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, ο υποβιβασμός κατά ένα βαθμό, η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως έξι (6) μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών και τέλος, η βαρύτερη από όλες τις ποινές, η οριστική παύση, η οποία προβλέπεται για πολύ συγκεκριμένα παραπτώματα που ορίζονται εξαντλητικά στον νόμο. Η επιβολή ποινής που εν προβλέπει ο ΥΚ, όπως η έγγραφη παρατήρηση (ΣΕ 2445/1971) ή η δυσμενής μετάταξη (ΣΕ 2200/1992 είναι παράνομη.
Αξίζει να επισημανθεί ότι τυχόν βαθμολογική ή μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου δεν αίρει το πειθαρχικώς κολάσιμο του παραπτώματος που διαπράχθηκε πριν από την εξέλιξη αυτή. Επίσης, πράξεις που έχουν τελεστεί από υπάλληλο κατά τη διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του σε δημόσια υπηρεσία, οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα διώκονται πειθαρχικά, εφόσον τιμωρούνται με οριστική παύση από την υπηρεσία, και δεν έχει παρέλθει ο χρόνος παραγραφής τους. Κατά κανόνα, τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά δύο (2) έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν ενώ αυτά που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη.
Η πειθαρχική ευθύνη λήγει με την αποβολή της ιδιότητας του υπαλλήλου, για οποιονδήποτε λόγο. Ωστόσο, σε περίπτωση που η πειθαρχική διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει, συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης. Φυσικά, η διαδικασία δεν συνεχίζει στην περίπτωση του θανάτου του υπαλλήλου, λόγω του προσωποπαγούς χαρακτήρα αυτής. Δεν συνεχίζεται δηλαδή σε βάρος των κληρονόμων, ούτε επέρχεται σε βάρος τους οποιαδήποτε συνέπεια. Εφόσον εκδοθεί καταδικαστική απόφαση μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, η εν λόγω απόφαση θα παραμείνει ανεκτέλεστη, καθώς ο υπάλληλος έχει απωλέσει την ιδιότητά του (άρθρο 113 ΥΚ). Εξαίρεση στα ανωτέρω, συνιστά η ποινή του προστίμου, η οποία επιβάλλεται κανονικά αναλόγως τη βαρύτητα του παραπτώματος και το ύψος του προστίμου δύναται να φτάνει έως τις αποδοχές 12 μηνών.
Ειδικά στην περίπτωση συνταξιοδότησης του πειθαρχικώς διωκόμενου υπαλλήλου, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έχει κρίνει ότι, σε υπάλληλο που υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της αμέλειας καθώς και της ατελούς εκπλήρωσης του καθήκοντος, η συνταξιοδότησή του (και η παράλληλη αθώωσή του από ποινικό δικαστήριο), δεν συνεπάγεται και την μη επιβολή προστίμου. Αναλυτικότερα, δεδομένου ότι η πειθαρχική διαδικασία διαφέρει της ποινικής και χωρεί ανεξάρτητα, υπάλληλος που απώλεσε την υπαλληλική του ιδιότητα -εδώ λόγω συνταξιοδότησης- δεν διώκεται πειθαρχικώς, η πειθαρχική όμως διαδικασία, η οποία τυχόν έχει αρχίσει, συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου, η δε τυχόν καταδικαστική απόφαση που εκδίδεται παραμένει ανεκτέλεστη. Έτσι, κρίθηκαν απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του αιτούντος ότι δεν μπορεί να του επιβληθεί το επίδικο πρόστιμο λόγω της αθώωσής του από ποινικό δικαστήριο και της συνταξιοδότησής του. Συνεπώς, επιβάλλεται κανονικά το προσήκον πρόστιμο, αναλόγως της βαρύτητας του παραπτώματος (ΔΕφΑθ 804/2012).