Πότε διαπράττει ο εργοδότης δυσμενή διάκριση; Οι κανόνες του ενωσιακού δικαίου

7 περιπτώσεις που μπορείς να πεις «ΟΧΙ» στον εργοδότη
September 16, 2022
Τι θα ισχύσει στην εργασία με τα νέα μέτρα
September 17, 2022
7 περιπτώσεις που μπορείς να πεις «ΟΧΙ» στον εργοδότη
September 16, 2022
Τι θα ισχύσει στην εργασία με τα νέα μέτρα
September 17, 2022
Share

Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζόμενων εντός της Ε.Έ. αποτελεί θεμελιώδη αρχή του ενωσιακού δικαίου, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ίση μεταχείριση και την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων.

Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου

Που προβλέπεται;

Η κατοχύρωσή της εντοπίζεται στο άρθρο 45 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα άρθρα 15§3 και 21§2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 7 του Κανονισμού 492/2011.

Για ποιους ισχύει;

Σύμφωνα με πάγια νομολογία[1], οι κανόνες της ελεύθερης κυκλοφορίας εφαρμόζονται και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (οριζόντιο αποτέλεσμα). Συνεπώς οι εργοδότες οφείλουν να μεριμνούν για τη συμμόρφωσή τους με τους κανόνες αυτούς, είτε συναλάσσονται με εργαζόμενούς τους, είτε με απλώς υποψήφιους εργαζόμενους.

Οι κανόνες αυτοί δεν ισχύουν για τους δημοσίους υπαλλήλους (άρθρο 45§4 ΣΛΕΕ). Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή ερμηνεύεται στενά[2], κι έτσι εργαζόμενοι του ευρύτερου «δημόσιου τομέα» με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου δεν υπάγονται στην εξαίρεση αυτή. Ακόμη όμως και πρόσωπα που κατά το εθνικό δίκαιο θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι, δεν αποκλείεται να μη θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι κατά το ενωσιακό δίκαιο, σύμφωνα με την αρχή της αυτόνομης ερμηνείας του τελευταίου.

Τα είδη της παραβίασης της ελεύθερης κυκλοφορίας:

Η θεωρία και η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακρίνουν μεταξύ τριών διαφορετικών ειδών παραβίασης της ελεύθερης κυκλοφορίας. Πρόκειται για:

  • Την άμεση διάκριση, η οποία συντρέχει όποτε ο (υποψήφιος) εργαζόμενος υφίσταται μεταχείριση διαφορετική και δυσμενέστερη από άλλα πρόσωπα για τον λόγο ότι έχει διαφορετική εθνικότητα. Στις περιπτώσεις αυτές η διάκριση γίνεται με διαφανή και σαφή τρόπο. Ένα παράδειγμα αποτελεί μια αγγελία, η οποία θέτει ως ρητή προϋπόθεση την ελληνική ιθαγένεια. Τέτοιου είδους διακρίσεις δύνανται να δικαιολογηθούν μόνο για λόγους δημόσιας πολιτικής, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Για παράδειγμα, ένας εργοδότης θα μπορούσε να δικαιολογήσει την μη πρόσληψη υποψηφίων από χώρες οι οποίες χαρακτηρίζονταν «υψηλού κινδύνου» κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
  • Την έμμεση διάκριση, η οποία συντρέχει όταν ένας φαινομενικά ουδέτερος όρος πρόσληψης ή εργασίας επιδρά δυσανάλογα δυσμενώς σε βάρος αλλοεθνών πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καθώς το πεδίο αυτού του είδους διακρίσεων είναι ιδιαίτερα ευρύ, η δικαιολόγησή τους δεν περιορίζεται στους παραπάνω λόγους αλλά μπορεί να επιτευχθεί με την επίκληση οποιωνδήποτε αντικειμενικών λόγων, οι οποίοι δεν αφορούν στην εθνικότητα. Βέβαια, εξετάζεται η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία συντρέχει όταν επιδιώκεται ένας θεμιτός σκοπός, με κατάλληλα μέσα, και με μέσα τα οποία δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επιδίωξη του σκοπού αυτού. Έτσι, για παράδειγμα, ένας εργοδότης μπορεί να προβάλλει ως δικαιολογητικό λόγο έμμεσης διάκρισης την ανάγκη για ελληνόφωνο εργατικό δυναμικό, εφόσον εκ των πραγμάτων καλείται να εξυπηρετήσει κατά κόρον ελληνόφωνους πελάτες.
  • Μέτρα που αποθαρρύνουν την ελεύθερη κυκλοφορία: η εν λόγω κατηγορία είναι σχετικά αυτοτελής από την έννοια της διάκρισης, καθώς αφορά κάθε μέτρο το οποίο δύναται να εμποδίσει ή να καταστήσει δυσχερή την διασυνοριακή μετακίνηση εργαζομένων, ακόμη κι αν δεν αφορά στην εθνικότητά τους. Βέβαια, καθώς πρόκειται για ιδιαίτερα ευρεία κατηγορία, η νομολογία περιορίζει την απαγόρευση στα μέτρα εκείνα τα οποία άμεσα και με βεβαιότητα δυσχεραίνουν την πρόσβαση στην εθνική αγορά εργασίας[3]. Άρα δεν αφορά σε μέτρα τα οποία μόνον έμμεσα και ενδεχομένως θα μπορούσαν να αποθαρρύνουν την ελεύθερη κυκλοφορία. Μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει πως δεν απαιτείται το αποθαρρυντικό μέτρο να προκαλεί *σπουδαία* δυσχέρεια πρόσβασης στην αγορά εργασίας, ωστόσο στην πράξη ήσσονος σημασίας εμπόδια δε λαμβάνονται υπόψη.

Εν κατακλείδι, οι εργοδότες που υπάγονται στο ενωσιακό δίκαιο οφείλουν να μεριμνούν για τη συμμόρφωσή τους με την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζόμενων. Τονίζεται πως αυτό αφορά ακόμη και το στάδιο των διαπραγματεύσεων προ της σύναψης οποιασδήποτε σύμβασης εργασίας. Η αποφυγή των άμεσων διακρίσεων, η επίκληση αντικειμενικών λόγων διάκρισης άσχετων με την εθνικότητα και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει σε κάθε περίπτωση να καθοδηγούν την εργοδοτική συμπεριφορά.

[1] Βλ. Ενδεικτικά: C-36/74 Walrave, C-145/93 Bosman, C-281/98 Angonese

[2] Βλ. ενδεικτικά: C-392/05 Alevizos

[3] C-190/98 Graf