Τι σημαίνει η δήλωση του πρωθυπουργού 25% η αύξηση στους μισθούς | Τι αλλάζει με τις άδειες πατρότητας, ανωτέρας βίας, φροντίδας προσώπου
April 23, 2023Πως η αύξηση του μισθού επηρεάζει τον ΕΝΦΙΑ για χιλιάδες εργαζόμενους
April 25, 2023Το φαινόμενο της ηθικής και ψυχολογικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας (mobbing) αναδεικνύεται και συζητείται στην καθημερινότητα – όχι μόνο τη νομική – περισσότερο από ποτέ.
Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου
Βέβαια, παραδοσιακά το πεδίο της εργασίας αποτελούσε πεδίο αντιπαραθέσεων. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Τούτο μπορεί να συμπεράνει κανείς ερευνώντας την κοινοτική νομοθετική δραστηριότητα, η οποία με διαφορά λίγων μηνών παρήγαγε πριν εικοσιτρία έτη τις Οδηγίες με αριθμούς 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 29-6-2000 και 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27-11-2000 αναγνωρίζοντας την ανάγκη προστασίας από τις άμεσες και έμμεσες διακρίσεις στον χώρο εργασίας αλλά και την παρενόχληση. Ο έλληνας νομοθέτης με τον Ν. 3304/2005 ενσωμάτωσε στο εσωτερικό δίκαιο τις Οδηγίες αυτές και πέντε έτη αργότερα με τον Ν. 3896/2010 κωδικοποίησε τη νομοθεσία για την προστασία έναντι των διακρίσεων λόγω φύλου στην απασχόληση και στην εργασία, τη σεξουαλική παρενόχληση, την παρενόχληση. Με τον Ν. 4443/2016 ενσωματώθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη και η Οδηγία 2014/54/ΕΕ εισάγοντας νέους λόγους διάκρισης (χρώμα, εθνική καταγωγή, γενεαλογικές καταβολές, χρόνια πάθηση, οικογενειακή και κοινωνική κατάσταση, ταυτότητα και χαρακτηριστικά φύλου), ενώ με τον Ν. 4808/2021 (νέος εργασιακός νόμος) η Ελλάδα επικύρωσε τη με αριθμό 190 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας της ΔΟΕ για την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στην εργασία που αφορά τους απασχολούμενους στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα.
Η πρόληψη και η αντιμετώπιση του φαινομένου του παρενόχλησης στον χώρο εργασίας δεν ρυθμίσθηκε πλήρως με τον Ν. 4808/2021. Ωστόσο, προβλέφθηκε στο «σώμα» αυτού ειδική εξουσιοδότηση για μεταγενέστερη συμπλήρωση του κανονιστικού πλαισίου (αρ. 22 παρ. 4). Έτσι, με τη με αριθμό ΔΙΔΑΔ/Φ.64/946/οικ.858 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, η οποία δημοσιεύθηκε την 19 Ιανουαρίου του 2023 σε εκτέλεση της ανωτέρω εξουσιοδότησης ορίζονται τα αρμόδια όργανα και εξειδικεύονται τα μέτρα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία σε φορείς του Δημοσίου. Με τον τρόπο αυτό εκπληρώνεται ο δικαιολογητικός λόγος του νέου εργατικού νόμου – κατά το μέρος που αφορά τους εργαζόμενους σε φορείς του Δημοσίου – αφού ικανοποιείται το αναφαίρετο δικαίωμά τους να εργάζονται σε έναν χώρο απαλλαγμένο από τη βία και την παρενόχληση.
Στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως εμπίπτουν οι εργαζόμενοι και οι απασχολούμενοι σε φορείς του δημοσίου τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 14 του Ν. 4270/2014, ανεξάρτητα από το καθεστώς απασχόλησής τους και τη σχέση εργασίας τους. Στα πρόσωπα αυτά συμπεριλαμβάνονται οι απασχολούμενοι με σύμβαση έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών, έμμισθης εντολής, οι απασχολούμενοι μέσω τρίτων παρόχων υπηρεσιών, καθώς και τα πρόσωπα που παρακολουθούν κατάρτιση (συμπεριλαμβανομένων σε αυτά των ασκούμενων, των μαθητευόμενων), εθελοντές, εργαζόμενοι των οποίων η σχέση εργασίας έχει λήξει καθώς και άτομα υπό διορισμό ή απόλυση.
Κατά την απόφαση η πρόληψη των φαινομένων βίας και παρενόχλησης στον χώρο εργασίας μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά μέσω των αρμοδίων υπηρεσιών προσωπικού των φορέων του δημοσίου τομέα για τις οποίες και ιδρύονται σημαντικές υποχρεώσεις. Ειδικότερα, οι υπηρεσίες προσωπικού οφείλουν, καταρχήν, να ενημερώνουν τους υπαλλήλους για τις κείμενες νομικές διατάξεις και οδηγίες που περιλαμβάνονται σε γενικούς ή ειδικούς κώδικες και οδηγούς δεοντολογίας και επαγγελματικής συμπεριφοράς. Επίσης, οφείλουν να αναρτούν στον χώρο εργασίας και στον εσωτερικό δικτυακό τόπο ενημέρωση για την υφιστάμενη ακολουθητέα διαδικασία υποβολής καταγγελίας από τους υπαλλήλους, για την αντιμετώπιση τέτοιας συμπεριφοράς καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας των αρμοδίων αρχών. Οι υπηρεσίες προσωπικού δεν περιορίζονται στην υποχρέωση ενημέρωσης των υπαλλήλων, αλλά οφείλουν να τους ευαισθητοποιούν ως προς τα ζητήματα αυτά και να τους εκπαιδεύουν, ώστε να μπορούν να διαχειρίζονται περιστατικά βίας και παρενόχλησης στην εργασία. Μάλιστα, οφείλουν να έχουν διαμορφώσει τις κατάλληλες συνθήκες ασφάλειας και εχεμύθειας, ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να υποβάλλουν έγκαιρα και αποτελεσματικά την αναφορά τους.
Ως προς τη διαδικασία υποβολής καταγγελίας διευκρινίζεται ότι δεν έχει σημασία εάν έχει λήξει η σχέση, στο πλαίσιο της οποίας εκδηλώθηκε το περιστατικό. Δηλαδή ακόμα και αν το πρόσωπο έχει αποχωρήσει από την εργασία του για οποιονδήποτε λόγο μπορεί να υποβάλλει καταγγελία για περιστατικό βίας και παρενόχλησης που έχει υποστεί. Ο εργαζόμενος μπορεί να υποβάλλει καταγγελία ενώπιον του Συνηγόρου του Πολίτη και εντός του φορέα στον οποίο παρέχεται η εργασία ή σε εποπτεύοντα αρμόδιο φορέα, δηλαδή, στον αρμόδιο Σύμβουλο Ακεραιότητας (αρ. 23 Ν 4795/2021). Σε διαφορετική περίπτωση η καταγγελία μπορεί να υποβληθεί ενώπιον του ιεραρχικώς ανωτέρου προϊσταμένου του φορέα, που είναι αρμόδιος για θέματα προσωπικού του φορέα ή εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο ενώπιον του ιεραρχικώς ανωτέρου προϊσταμένου του εποπτεύοντος φορέα. Ειδικά οι εργαζόμενοι σε Ο.Τ.Α Α’ και Β’ βαθμού μπορούν να υποβάλλουν τις καταγγελίες τους ενώπιον του Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Σε περίπτωση που ο Συνήγορος του Πολίτη ή τα αρμόδια πρόσωπα του φορέα δεν επιληφθούν, αρμοδίως, της καταγγελίας εντός τριών μηνών από την υποβολή της, ο εργαζόμενος μπορεί να υποβάλλει καταγγελία ενώπιον της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας. Η Αρχή έχει την αρμοδιότητα να διερευνά και τυχόν πειθαρχικές ευθύνες των οργάνων σε περίπτωση που αυτά καθυστέρησαν να εξετάσουν την καταγγελία.
Η καταγγελία υποβάλλεται με συνοδευτικό πρωτόκολλο. Μετά την υποβολή της τα αρμόδια όργανα υποχρεούνται αμέσως και το αργότερο εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της να εξετάσουν τη βασιμότητά της και να καλέσουν ενώπιόν τους αρχικά τον καταγγελλόμενο για παροχή εξηγήσεων και κάθε άλλο πρόσωπο που βάσει της καταγγελίας ή των εξηγήσεων του καταγγελλόμενου διαφαίνεται ότι έλαβε γνώση ή ήταν μάρτυρας του περιστατικού. Σε περίπτωση που από το πόρισμα της εξέτασης προκύψει πειθαρχική ευθύνη του καταγγελλόμενου, το πόρισμα διαβιβάζεται άμεσα και – εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών ημερών – στον αρμόδιο πειθαρχικώς προϊστάμενο αυτού για περαιτέρω ενέργειες πειθαρχικής φύσεως. Σε περίπτωση που η καταγγελία υποβληθεί στον Σύμβουλο Ακεραιότητας, αυτός υποχρεούται να διαβιβάσει άμεσα – και το αργότερο εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο ημερών από την παραλαβή – την καταγγελία στον αρμόδιο πειθαρχικώς προϊστάμενο του καταγγελλόμενου προσώπου. Μετά τη διαβίβαση, ο Σύμβουλος Ακεραιότητας παρακολουθεί την πορεία της υπόθεσης και ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα.
Η διαχείριση της καταγγελίας από τα αρμόδια όργανα πρέπει να γίνεται με ακεραιότητα, αντικειμενικότητα, αμεροληψία, εχεμύθεια και εμπιστευτικότητα. Εάν τα όργανα διαπιστώσουν ότι σε κάποια υπόθεση συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, οφείλουν να απέχουν από την εξέταση αυτής δηλώνοντας κώλυμα. Η ενημέρωση του καταγγελλόμενου για την πορεία της υπόθεσής του πρέπει να γίνεται από τα αρμόδια χωρίς υπαίτια βραδύτητα.
Σε περίπτωση που εκδηλωθεί συμπεριφορά βίας και παρενόχλησης ο φορέας αφού λάβει γνώση του περιστατικού οφείλει να λάβει κάθε πρόσφορο μέτρο προκειμένου να εμποδιστεί και να μην επαναληφθεί παρόμοιο περιστατικό, ακόμα και κατά τη διερεύνηση της καταγγελίας. Ενδεικτικώς τα πρόσφορα μέτρα είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τη σύσταση συμμόρφωσης στον καταγγελλόμενο, τη μετακίνησή του σε άλλη οργανική μονάδα, την αλλαγή του χώρου εργασίας ή ωραρίου του, την απομάκρυνσή του από τον χώρο εργασίας με υποχρεωτική χορήγηση άδειας, την επιβολή σε αυτόν των προβλεπόμενων πειθαρχικών μέτρων (δίωξη ή ποινή) ακόμη και την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Από την πλευρά του το θιγόμενο πρόσωπο μπορεί να υποβάλλει αίτημα μετακίνησης σε άλλη οργανική μονάδα ή ακόμη και να αιτηθεί να απουσιάζει για κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα από την εργασία του (όχι μεγαλύτερο των τριών εργάσιμων ημερών) εάν ευλόγως θεωρεί ότι υφίσταται επικείμενος κίνδυνος για τη ζωή, την υγεία και την ασφάλειά του.
Η καταγγελία ή η με άλλον τρόπο λύση της έννομης σχέσης και ειδικότερα η δυσμενής μεταχείριση του υπαλλήλου εφόσον συνιστά εκδικητική συμπεριφορά ή αντίμετρο λόγω διαμαρτυρίας, καταγγελίας, μαρτυρίας ή οποιασδήποτε άλλης ενέργειας του υπαλλήλου ενώπιον δικαστηρίου απαγορεύεται.
Εν είδει επιλόγου δέον να επισημανθεί ότι με την απόφαση αυτή επιτρέπεται να εξεταστούν από τα όργανα – εντός των αποκλειστικών προθεσμιών που προβλέπονται σε αυτήν – και οι εκκρεμείς καταγγελίες, δηλαδή αυτές που είχαν υποβληθεί πριν τη δημοσίευσή της. Επομένως, η απόφαση καλύπτει συνολικά και με ακόμα μεγαλύτερη επάρκεια το διαχρονικό αυτό αρνητικό φαινόμενο, αφού πέραν της δικαστικής προστασίας η προστασία του εργαζόμενου είναι δεδομένη ακόμη και στον χώρο της εργασίας του.