Αλλάζει το επίδομα ανεργίας;
November 9, 20231.000.000 προβολές στο YouTube
November 9, 2023Καταχρηστική έκρινε την άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας το δικαστήριο του Αρείου Πάγου στην απόφασή του 221/2023 όταν κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, για να εισπράττει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται.
Σημειωτέον ότι ο Άρειος Πάγος επανειλημμένα έχει τονίσει ότι ο εργαζόμενος δεν έχει κατ’ αρχήν υποχρέωση να δεχθεί οποιαδήποτε άλλη εργασία ή να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, για να απαλλαγεί ο εργοδότης του από την πληρωμή των οφειλόμενων σ’ αυτόν μισθών υπερημερίας. Είναι όμως δυνατό, με τη συνδρομή ιδιαίτερων συνθηκών, η παράλειψη του εργαζομένου να αναζητήσει εργασία να θεμελιώσει την καταχρηστικότητα της αξίωσης για μισθούς υπερημερίας.
Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχόλησής του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια. Ειδικότερα απαιτείται, για την ευδοκίμηση της ως άνω ένστασης του εργοδότη, όπως ο τελευταίος επικαλεσθεί και αποδείξει,
α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης επιχείρησης,
β) τους λόγους για τους οποίους είναι αδικαιολόγητη και κακόβουλη η μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού,
γ) την ωφέλεια την οποία θα αποκόμιζε από την άλλη εργασία, με αναφορά συγκεκριμένων αποδοχών που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή και
δ) την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος, δηλαδή από το γεγονός ότι δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη και διέθεσε το χρόνο που αποδεσμεύτηκε σε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα.
Ο Άρειος Πάγος για μια ακόμη φορά, στην εν λόγω απόφασή του, επιβεβαιώνει την πάγια νομολογία του ότι το βάρος απόδειξης παραμένει, κατά τον γενικό δικονομικό κανόνα, στον ενιστάμενο, και επομένως είναι ο εργοδότης εκείνος ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει ότι η αξίωση του εργαζόμενου ασκείται καταχρηστικά διότι ο τελευταίος είναι κακόβουλα άνεργος.
Λόγος για κακόβουλη παράλειψη του εργαζομένου να απασχοληθεί σε άλλο εργοδότη δεν μπορεί πάντως να γίνει όταν η εργασία που προσφέρεται στον εργαζόμενο δεν είναι ανάλογη με τα προσόντα, τις γνώσεις και την ειδικότητά του ή η τυχόν αποδοχή της δυσχεραίνει σημαντικά την επιστροφή του εργαζομένου στην προηγούμενη θέση του, όπως π.χ. εργασίες σε απομακρυσμένες περιοχές, στην περίπτωση που ο εργοδότης διακόψει την υπερημερία του προσκαλώντας τον εργαζόμενο να αναλάβει εργασία ή στην περίπτωση που η δίκη για το κύρος της απόλυσής του έχει ευνοϊκή γι’ αυτόν κατάληξη. Η υποχρέωση ή ορθότερα το «βάρος» του εργαζόμενου περιορίζεται σε ανάλογες προς την ειδικότητα και την ικανότητά του εργασίες.
Στο πλαίσιο δε της επιβαλλόμενης από την καλή πίστη στάθμισης συμφερόντων η νομολογία συνεκτιμά, εκτός των άλλων, και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο εργαζόμενος παρέμεινε άνεργος και για το οποίο διεκδικεί μισθούς υπερημερίας. Αν το διάστημα είναι μεγάλο, το στοιχείο αυτό βαρύνει στην κρίση για την καταχρηστικότητα, όπως και το γεγονός ότι η τυχόν ικανοποίηση της αξίωσης συνεπάγεται για την επιχείρηση, ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες. Μόνη πάντως η μακρά διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητούνται αποδοχές υπερημερίας, χωρίς παράλληλα να είναι δόλια και κακόβουλη η αποφυγή του εργαζομένου προς ανεύρεση εργασίας, δεν καθιστά την άσκηση της σχετικής αξίωσης καταχρηστική.
Επίσης, κατά τη στάθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς το γεγονός ότι, λόγω π.χ. οριστικής διακοπής της λειτουργίας της μονάδας στην οποία απασχολείτο ο εργαζόμενος που απολύθηκε, εκλείπει πλέον η δυνατότητα απασχόλησής του στον προηγούμενο εργοδότη, οπότε και δεν θα πρέπει ο πρώτος να αποκλείσει δυνατότητες απασχόλησης για μόνο το λόγο ότι αυτές βρίσκονται σε απομακρυσμένο τόπο ή συνδέονται με δυσμενέστερους όρους εργασίας. Όταν όμως, και μετά την καταγγελία, εξακολουθεί να υφίσταται η θέση εργασίας και παραμένει έτσι ανοικτή η δυνατότητα επιστροφής σε αυτήν, ο εργαζόμενος δικαιολογείται ίσως να μην αναζητήσει εργασίες που δυσχεραίνουν σημαντικά την προσπάθειά του επανένταξης στην εκμετάλλευση και επιστροφή του στη θέση εργασίας, όπως δυνατότητες απασχόλησης σε τόπους που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο όπου μέχρι την καταγγελία παρείχε την εργασία του.
Τέλος, κρίνεται σκόπιμο να γίνει διάκριση ανάμεσα στην αποκαλούμενη ένσταση των «αλλαχού κερδηθέντων», και την καταχρηστική διεκδίκηση αποδοχών υπερημερίας. Συγκεκριμένα, η ένσταση των αλλαχού κερδηθέντων ή «συμψηφισμού κέρδους και ζημίας» βασίζεται στη διάταξη του άρθρου 8 εδ. δ’ Π.Δ. 80/2022. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, «ο εργοδότης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό (ενν. υπερημερίας) καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού». Η λογική της ένστασης αυτής βασίζεται στον αποκλεισμό του ενδεχομένου βελτίωσης της οικονομικής θέσης του εργαζομένου σε περίπτωση υπερημερίας του εργοδότη. Στο σημείο αυτό έγκειται και η διάκριση της ένστασης των αλλαχού κερδηθέντων από την καταχρηστική διεκδίκηση αποδοχών υπερημερίας. Ειδικότερα, παρόλο που η ένσταση της διάταξης του άρθρου 8 εδ. δ’ Π.Δ. 80/2022 καλύπτει αποκλειστικά την πραγματική ωφέλεια που αποκόμισε ο εργαζόμενος, η υποθετική ωφέλεια, την οποία θα μπορούσε να αποκομίσει ο εργαζόμενος, λόγω της υπερημερίας, μπορεί –υπό προϋποθέσεις– να στηρίξει μόνο ένσταση του εργοδότη περί καταχρηστικής άσκησης της αξίωσης μισθών υπερημερίας.