Οικειοθελής αποχώρηση από 15ετίας εργαζομένου με σιωπηρή συγκατάθεση του εργοδότη. Δικαιούται αποζημίωσης;

Τριετίες και λάθος μισθός: πότε ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα για διόρθωση
November 12, 2023
Η Ελλάδα δεν προσελκύει ταλέντα
November 14, 2023
Τριετίες και λάθος μισθός: πότε ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα για διόρθωση
November 12, 2023
Η Ελλάδα δεν προσελκύει ταλέντα
November 14, 2023

Ο λόγος γίνεται για το άρθρο 325 του Π.Δ. 80/2022, σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του οποίου «Εργαζόμενοι με αορίστου χρόνου σχέση εργασίας, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, […], αν αποχωρήσουν από την εργασία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της αποζημίωσης που προβλέπεται […].»

Η υλοποίηση της παραίτησης απαιτεί συγκατάθεση του εργοδότη γεγονός που μας υπενθυμίζει από αντίστροφη πλευρά τη συναινετική απόλυση. Όμως εδώ ο νομοθέτης, για λόγους ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής, την αποχώρηση με συγκατάθεση του εργοδότη υπάγει μερικώς στο καθεστώς της απόλυσης, παρά το γεγονός ότι η λύση της σύμβασης οφείλεται πρωτίστως στη βούληση του μισθωτού. Η συναίνεση αποτελεί όρο για τη νομιμότητα της παραίτησης και για το δικαίωμα λήψης αποζημίωσης. (Ι. Κουκιάδης, Ατομικό και συλλογικό εργατικό δίκαιο – Επιτομή, 8η έκδ., 2021, § 2, σ. 303)

Η συγκατάθεση (συναίνεση) αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί στην τελευταία περίπτωση να είναι σαφής και αναμφίβολη. Τέτοια συγκατάθεση μπορεί να προβλεφθεί και να παρασχεθεί εκ των προτέρων με τον κανονισμό, όταν διαλαμβάνεται σ’ αυτόν ότι είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, μετά πάροδο ορισμένου χρόνου, η αποδοχή της πρόωρης παραίτησης του μισθωτού (ΑΠ 710/2001). Διότι στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, εκφράζοντας ελεύθερα την βούλησή του κατά την κατάρτιση του κανονισμού, αυτοδεσμεύθηκε συμβατικά έκτοτε, να παράσχει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του στην παραίτηση του υπαλλήλου οποτεδήποτε ήθελε αυτή υποβληθεί. Τα ανωτέρω έκρινε και η ΑΠ 1663/2001, αλλά και η ΜονΠρ.Θεσ 27503/2011.

Στην περίπτωση τώρα του εργαζόμενου που απασχολείται στον ίδιο εργοδότη για περισσότερα από 15 έτη και ο οποίος προβαίνει σε τακτική καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ήτοι καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας με προειδοποίηση, η τελευταία συνιστά αναβλητική προθεσμία, οπότε τα αποτελέσματα της καταγγελίας αρχίζουν μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στη συγκεκριμένη περίπτωση για την προειδοποίηση. Γι’ αυτό η σύμβαση συνεχίζεται με τους ίδιους όρους και δεν μετατρέπεται σε σύμβαση ορισμένου χρόνου. (Ι. Κουκιάδης, Εργατικό δίκαιο – Ατομικές εργασιακές σχέσεις και το δίκαιο της ευελιξίας της εργασίας, 8η έκδ., 2017, § 2, σ. 902)

Η συγκατάθεση για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω, σε αυτή την περίπτωση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από τον εργαζόμενο με προειδοποίηση, κατά την ορθότερη γνώμη θεωρείται ότι έχει δοθεί όταν, ο εργαζόμενος αφού δηλώσει ότι η παραίτησή του θα γίνει οριστική με την αποχώρησή του στο μέλλον, παρέλθει άπρακτο το χρονικό αυτό διάστημα, το οποίο γίνεται δεκτό ότι δίνεται στον εργοδότη, εκτός των άλλων, και για την αποδοχή ή μη της παραιτήσεως του εργαζόμενου εκ μέρους του. Έτσι, στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι έγινε σιωπηρή αποδοχή της παραίτησης αυτοδικαίως μετά την πάροδο του ορισμένου και εύλογου χρόνου έως την οριστική αποχώρηση του εργαζομένου από τη θέση εργασίας του (ΑΠ 1406/2005). Η άρνηση άλλωστε, του εργοδότη να συναινέσει στην παραίτηση υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Για να αποφύγει ο εργοδότης την καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο πρέπει κατά το χρονικό διάστημα από την προειδοποίηση έως την παραίτηση να έρθει σε επικοινωνία με τον εργαζόμενο και να επιχειρήσει έμπρακτα και ουσιαστικά να μεταστροφή του και τη διατήρησή της θέσης εργασίας του τελευταίου.

Επομένως, εργαζόμενοι με αορίστου χρόνου σχέση εργασίας, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της αποζημίωσης που προβλέπεται, η οποία ανάλογα και με τα έτη που έχουν συμπληρώσει στον ίδιο εργοδότη δεν είναι λιγότερη από τους μισθούς που αντιστοιχούν σε πεντέμιση μήνες, αν αποχωρήσουν από την εργασία με τη συγκατάθεση του εργοδότη. Η συγκατάθεση αυτή, όπως εξηγήθηκε αρκεί να είναι και σιωπηρή και μπορεί να συνάγεται από την άπρακτη παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος από τη δήλωση της παραίτησης του εργαζόμενου έως την αποχώρησή του.

του Θεοχάρη Κορέση, Νομικού Συνεργάτη της Δικηγορικής εταιρείας Γ. Καρούζος και Συνεργάτες