Αποζημίωση απόλυσης σε περίπτωση μήνυσης για αξιόποινη πράξη του εργαζομένου

Το εργατικό ατύχημα κατά τη σύμβαση μαθητείας, πρακτικής άσκησης και δοκιμής
December 12, 2023
Οι τελευταίες αλλαγές στο νέο ασφαλιστικό
December 18, 2023
Το εργατικό ατύχημα κατά τη σύμβαση μαθητείας, πρακτικής άσκησης και δοκιμής
December 12, 2023
Οι τελευταίες αλλαγές στο νέο ασφαλιστικό
December 18, 2023
Share

Η περίπτωση υποβολής μήνυσης κατά του εργαζόμενου για αξιόποινη πράξη, η οποία διαπράχθηκε κατά την άσκηση της υπηρεσίας του και απαγγέλθηκε κατηγορία για αδίκημα τουλάχιστον πλημμελούς χαρακτήρα, έχει απασχολήσει ουκ ολίγες φορές τους εργοδότες, ως προς τη συνέχεια της επαγγελματικής σχέσης ή μη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 5 του Ν. 2112/1920, ο εργοδότης δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς να τηρήσει οποιαδήποτε προθεσμία και χωρίς προειδοποίηση, κατόπιν υποβληθείσας μήνυσης κατά του εργαζομένου του.

Στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης και υποβληθείσας μήνυσης κατά του εργαζομένου από τον εργοδότη, η απόλυση συντελείται χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης. Ρητά το άνω άρθρο προβλέπει τη δυνατότητα του εργοδότη, να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας και ορίζεται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου αυτού, ότι ο υπάλληλος που με απαλλακτικό βούλευμα ή με δικαστική απόφαση απαλλάσσεται των κατηγοριών, δύναται να ζητήσει αποζημίωση για την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του: «1.Δύναται ο εργοδότης να καταγγείλη την σύμβασιν άνευ τηρήσεως προθεσμίας τινός, εάν εναντίον του υπαλλήλου υπεβλήθη μήνυσις δι’ αξιόποινον πράξιν διαπραχθείσαν εν τη εξασκήσει της υπηρεσίας του ή απηγγέλθη κατ’ αυτού κατηγορία δι’ αδίκημα εν γένει, φέρον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. 2.Υπάλληλος απαλλαγείς δια βουλεύματος ή δικαστικής αποφάσεως των ως άνω κατηγοριών δικαιούται να ζητήση την κατά το άρθρον 3 αποζημίωσιν».

Σκοπός της άνω ρύθμισης του άρθρου 5 του  Ν. 2112/1920, αποτελεί φυσικά η προστασία του εργοδότη απέναντι στον μισθωτό – εργαζόμενο. Συγκεκριμένα, η ως άνω ρύθμιση αποσκοπεί στην προστασία του εργοδότη από τις αξιόποινες πράξεις του εργαζόμενου, κατά τη διάρκεια τέλεσης της εργασίας του. Τονίζεται μέσω της ρύθμισης αυτής, η νομική αναγκαιότητα για προστασία του εργοδότη και το άδικο της υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης εκ μέρους του στον φερόμενο υπαίτιο της αξιόποινης πράξης και εργαζόμενού του. Αντιθέτως, σε περίπτωση που η μήνυση του εργοδότη κατά του εργαζομένου θεωρηθεί αβάσιμη, είτε νομικά (τυπικά), είτε ουσιαστικά, ο εργαζόμενος προστατεύεται από την απόλυσή και ο εργοδότης οφείλει να του καταβάλλει την αποζημίωση απόλυσης. Κατά  αυτόν τον τρόπο η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργοδότη είναι έγκυρη. Μάλιστα η απαλλαγή του μισθωτού από την κατηγορία που αφορά η μήνυση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αφορά και την περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης λόγω ανάκλησης της έγκλησης και αποδοχής αυτής.

Το ζήτημα δε της απαλλαγή του εργοδότη, από την υποχρέωση τήρησης προθεσμίας για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας και την καταβολή αποζημίωσης, δεν είναι οριστική και αποσαφηνίζεται η κατάσταση μετά την ολοκλήρωση της ποινικής δίκης  και από αυτήν εξαρτάται το κύρος της έκτακτης καταγγελίας. Ουσιαστικά, αν ο εργαζόμενος καταδικαστεί, τότε η ισχύς της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του οριστικοποιείται. Από την άλλη, αν απαλλαχθεί ο μηνυόμενος, δυνάμει απαλλακτικού βουλεύματος, τότε παύει η καταγγελία της σύμβασής του να είναι έκτακτη. Βάση και των διατάξεων του Ν. 3198/1955, δύναται η καταγγελία της σύμβασης που συνέβη για τους άνω αναφερόμενους λόγους, να μετατραπεί από έκτακτη καταγγελία σε τακτική. Επομένως με την μετατροπή της καταγγελίας, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση στον εργαζόμενο. Προκειμένου όμως για να συντελεστεί αυτή η μετατροπή, ο εργαζόμενος θα πρέπει να κοινοποιήσει στον εργοδότη την αντίστοιχη αθωωτική απόφαση ή το σχετικό απαλλακτικό βούλευμα από τις κατηγορίες προς το πρόσωπό του. Σύγχρονα, θα πρέπει ο εργαζόμενος να δηλώσει την επιθυμία του για είσπραξη της αποζημίωσης απόλυσης, και εφόσον αυτή δοθεί άμεσα και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την ως άνω κοινοποίηση και εκδήλωση της βούλησης, τότε η καταγγελία θεωρείται έγκυρη και δεν κρίνεται αναγκαία νέα καταγγελία από τον εργοδότη. Διαφορετικά, σε περίπτωση που ο εργοδότης καθυστερήσει να καταβάλλει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή δεν καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας καθίσταται άκυρη και συνεχίζει να υφίσταται η εργασιακή σχέση μεταξύ των δύο συμβαλλόμενων μερών, για την οποία θα οφείλει ο εργοδότης μισθούς υπερημερίας.

Στο σημείο αυτό θεμιτό προςι να επ»σημα’θεί ότι, η έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας δύναται να είναι άκυρη για διάφορους λόγους, ήδη από την στιγμή της άσκησής της. Η απόλυση γίνεται προσχηματικά άρα καταχρηστικά. Για παράδειγμα, σε περίπτωση που ο εργοδότης προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας αζημίως, υποβάλλοντας μήνυση και ο εργοδότης γνωρίζει ότι οι κατηγορίες απέναντι στον εργαζόμενο είναι ψευδείς, ή οι λόγοι απόλυσης δεν συνδέονται με την αξιόποινη πράξη του εργαζομένου αλλά γίνονται για προς λόγους (π.χ. εκδίκηση), τότε η ως άνω καταγγελία θεωρείται άκυρη και καταχρηστική.

Για να μην θεωρηθεί άκυρη η καταγγελία σύμβασης αζημίως, θεμιτό είναι η απόλυση να λάβει χώρα μετά την απαγγελία της κατηγορίας ή την υποβολή της μήνυσης.

Αξίζει να επισημανθεί ότι, αν ο εργαζόμενος απαλλαγεί λόγω παραγραφής ή λόγω έμπρακτης μετάνοιας, τότε η απόλυση θεωρείται έγκυρη και δεν οφείλεται αποζημίωση.  Από την άλλη, αν η μήνυση που έχει υποβληθεί είναι καταχρηστική κατά προς διατάξεις του 281 ΑΚ, η τρίμηνη προθεσμία για καταβολή της αποζημίωσης άρχεται προτού παρέλθει εύλογος χρόνος από την κοινοποίηση του βουλεύματος – απόφασης, αλλά αντίθετα  από την ημέρα της καταγγελίας της σύμβασης. Το ίδιο ισχύει και για την εξάμηνη προθεσμία ως προς την αποζημίωση απόλυσης.

Δικηγόρος Εργατολόγος