Νέοι και εργασία – τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζουν σε έναν μεταπανδημικό κόσμο
October 28, 2024Το 27% των εργαζόμενων βιώνει άγχος και κατάθλιψη που σχετίζεται με τη δουλειά τους
October 30, 2024Η πρόβλεψη περισσότερων κυρώσεων για την ίδια παραβατική συμπεριφορά απαντάται συχνά στην πράξη.
Η αρχής της απαγόρευσης της διπλής δίωξης και τιμώρησης του δράστη συναντάται και εφαρμόζεται επί διαδικασιών με κυρωτικό χαρακτήρα. Επί της ουσίας η αρχή αυτή τάσσει ότι επί της διάπραξης ενός αδικήματος μπορεί μια μόνο φορά και κινηθεί ποινική διαδικασία κατά του φερόμενου ως δράστη και μια μόνο ποινή μπορεί να επιβληθεί σε βάρος του.
Ακολούθως, η εν λόγω αρχή δεν διαφοροποιείται στο δημοσιοϋπαλληλικό πειθαρχικό δίκαιο, στο οποίο ορίζεται ότι για μια αντιπειθαρχική συμπεριφορά μόνο μια φορά μπορεί να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη και μόνο μία πειθαρχική ποινή μπορεί να επιβληθεί.
Ενδεχομένως τα πράγματα διαπλέκονται στο πλαίσιο διαφορετικών διαδικασιών, όπως στο πλαίσιο της πειθαρχικής και της ποινικής διαδικασίας. Παρά τη στενή τους διασύνδεση, οι δυο αυτές διαδικασίες δεν ομοιάζουν και παραμένουν αυτοτελείς και ανεξάρτητες η μια από την άλλη, καθώς αποσκοπούν στην ικανοποίηση διαφορετικών εννόμων αγαθών. Η θέσπιση αφενός πειθαρχικών κανόνων και συνακόλουθα η επιβολή πειθαρχικών ποινών αποσκοπεί στην αποκατάσταση της τάξης της δημόσιας υπηρεσίας, οι κυρώσεις αφετέρου του ποινικού δικαίου αποσκοπούν στην διασφάλιση των εννόμων αγαθών που η πολιτεία έχει κρίνει ως σπουδαία, μέσω της προληπτικής και κατασταλτικής λειτουργίας των ποινών. Επομένως, η απαγόρευση της διπλής τιμώρησης δεν τυγχάνει εφαρμογής επί συρροής ποινικής και πειθαρχικής κύρωσης.
Όμως, ο ΥΚ στην ενδεικτική απαρίθμηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων παραπέμπει απευθείας στον ΠΚ, ορίζοντας ότι συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα φέρουν και πειθαρχική απαξία εντός της υπηρεσίας, όπου εκδηλώνονται οι αντίστοιχες συμπεριφορές και τα τυποποιεί ως πειθαρχικά παραπτώματα. Προς ενίσχυση αυτού, η υπ’ αριθμ. ΣτΕ Ολ. 996/2022 έκρινε σχετικά ότι η στέρηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος εργαζομένου στη Δ.Ε.Η., δυνάμει του άρ. 13 παρ. 4 του ν. 4491/1966, το οποίο όριζε ότι: «σε περίπτωση καταδίκης εργαζομένου της Δ.Ε.Η. σε ποινή κάθειρξης για την τέλεση των αξιόποινων πράξεων της υπεξαίρεσης, της απάτης, της πλαστογραφίας και της απιστίας σε βάρος της Δ.Ε.Η. ή του Ελληνικού Δημοσίου», αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος αναφορικά με την προστασία του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης και την αρχή της αναλογικότητας.
Σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι η αποτροπή της διάπραξης των ως άνω αξιόποινων πράξεων, που θέτουν σε κίνδυνο την περιουσία ή την εν γένει εύρυθμη λειτουργία του Δημοσίου.
Από την άλλη πλευρά η συνεπής ερμηνεία του άρ. 22 παρ. 5 Σ., το οποίο ορίζει ότι: «το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων», οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ασφαλιστική σχέση έχει ως αποστολή την προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων που αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται με τη χορήγηση παροχών ανάλογων προς τις καταβληθείσες εισφορές και το συνολικό χρόνο ασφάλισης.
Η δυνατότητα όμως του νομοθέτη να επεμβαίνει στην ασφαλιστική σχέση οριοθετείται από την αρχή της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, η εν λόγω ρύθμιση αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι παρόλο που τελεί σε συνάφεια προς τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος, προβλέπει την με αυτόματο τρόπο πλήρη στέρηση της συνταξιοδοτικής παροχής για αόριστο χρονικό διάστημα, μέτρο το οποίο λόγω της έκτασης και της διάρκειας των συνεπειών που επάγεται, υπερβαίνει τον αναγκαίο χαρακτήρα εν όψει του σκοπού που επιδιώκει και καταλήγει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση.
Το ΣτΕ δικαίωσε τον προσφεύγοντα, ακολουθώντας το Δικαστήριο του Στρασβούργου το οποίο καταλήγει σε παρόμοια συμπεράσματα, θεωρώντας ότι οι δύο κυρώσεις για την ίδια πράξη – υπό προϋποθέσεις- προσβάλλουν την αρχή « ne bis in idem».
Συντάκτης: Μαρία Παππά
Δικηγόρος – Δημοσιολόγος συνεργάτης του Δικηγορικού Γραφείου Γιάννης Καρούζος & Συνεργάτες.