Ιστορικό ρεκόρ: υπάρχουν δουλειές ακόμη και με 1.500 ευρώ και μένουν ακάλυπτες. Τι συμβαίνει
December 18, 2024Γιατί πολλοί δεν θα πάρουν επίδομα προσωπικής διαφοράς φέτος
December 20, 2024Του Χάρη Κορέση, Α. Δικηγόρου, συνεργάτη της Δικηγορικής Εταιρείας Καρούζος Γιάννης & Συνεργάτες
Η παράγραφος 1 του άρθρου 5 του Ν. 3198/1955 (ήδη 327 Κ.Α.Ε.Δ.) έχει θεσπίσει περιορισμό στο ύψος της αποζημίωσης, αφού: «Ο υπολογισμός της αποζημίωσης γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Κατά τον υπολογισμό αυτό δεν λαμβάνονται υπόψη οι μηνιαίες αποδοχές του εργαζόμενου, κατά το ποσό που υπερβαίνουν το οκταπλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό 30.»
Το ζήτημα που εξετάζεται εδώ είναι αν επιτρέπεται να συμφωνηθεί η μη εφαρμογή του ως άνω ορίου και, αν ναι, με τι είδους συμφωνία (ατομική ή συλλογική).
Σύμφωνα με την ΑΠ 1750/2008, ο περιορισμός της αποζημίωσης απόλυσης κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 ν. 3198/1955 απορρέει από διάταξη αναγκαστικού δικαίου, που θεσπίστηκε χάριν του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος και επομένως δεν είναι επιτρεπτή η ευνοϊκότερη για το μισθωτό ρύθμιση με ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας, ακόμη και αν ο μισθωτός έχει την ιδιότητα του “διευθύνοντος συμβούλου”. Η απόφαση, η οποία απέρριψε την αξίωση για αποζημίωση λόγω υπέρβασης του ως άνω ορίου, δεν εξηγεί ποιο γενικότερο κοινωνικό συμφέρον προστατεύεται από το ύψος των αποζημιώσεων που συμφωνούνται μεταξύ ιδιωτών. Το επιχείρημα αυτό ενδεχομένως να ευσταθούσε για το ποσοτικό όριο της αποζημιώσεως βάσει του α.ν. 173/1967 (ήδη 15.000 ευρώ), που ισχύει για το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ.. Το άρθρο 5 παρ. 1, όμως, είναι γενικής εφαρμογής και θέτει όριο σε κάθε απαίτηση αποζημίωσης απόλυσης μεταξύ ιδιωτών.
Περαιτέρω δε, πρέπει να προσδιορισθεί ο χαρακτήρας του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955. Είναι σαφές ότι πρόκειται για διάταξη με χαρακτήρα δημοσίας τάξεως. Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί όμοια με τους άλλους κανόνες του δικαίου της καταγγελίας. Δεν πρόκειται για έναν κανόνα που καθορίζει ένα ελάχιστο όριο προστασίας για τους μισθωτούς, αλλά ακριβώς το αντίθετο: θέτει ένα ανώτατο όριο στις απαιτήσεις τους. Συνεπώς, η διάταξη αυτή είναι αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου. Αυτός ο χαρακτήρας αναγνωρίζεται από την ΑΠ 1750/2008, η οποία αναφέρει ότι η διάταξη θεσπίστηκε προς το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον. Αυτή η παραδοχή έχει σημασία για την εφαρμογή της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Ωστόσο, σύμφωνα με την ορθότερη άποψη, ο αμφιμερώς αναγκαστικός χαρακτήρας του άρθρου 5 παρ. 1 δεν κωλύει την ατομική συμβατική ελευθερία, αλλά μόνο τις ευνοϊκότερες ρυθμίσεις μέσω συλλογικών συμβάσεων (άρθρο 7 παρ. 3 ν. 1876/1990). Η μη αποδοχή των ευνοϊκότερων ατομικών συμφωνιών, με την αιτιολογία ότι παραβιάζουν διάταξη αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου, περιορίζει αδικαιολόγητα την αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως. Ο σκοπός τέτοιων διατάξεων είναι να αποτρέψουν την «παράλληλη» νομοθεσία των κοινωνικών εταίρων, σε συνάρτηση με το άρθρο 22 § 2 του Συντάγματος. Η αυτοεξαίρεση του ιδιώτη εργοδότη από το όριο αποζημίωσης που τίθεται υπέρ του από το νόμο δεν επηρεάζει ούτε το δημόσιο συμφέρον ούτε τη δημόσια οικονομία, καθώς δεν αφορά τον δημόσιο τομέα (στον οποίο ήδη υπάρχει μεγαλύτερη προστασία μέσω του α.ν. 173/1967). Ως εκ τούτου, επιτρέπεται η παραίτηση του εργοδότη από το όριο του άρθρου 5 παρ. 1 με ατομική συμφωνία, αλλά όχι με διάταξη συλλογικής σύμβασης ή κανονισμού εργασίας.