ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΑΠΟΛΥΣΗΣ

ΑΠΟΛΥΣΗ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΤΕΛΕΧΟΥΣ
September 11, 2018
ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ
September 11, 2018
ΑΠΟΛΥΣΗ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΤΕΛΕΧΟΥΣ
September 11, 2018
ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ
September 11, 2018
Share

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 3 του ν.2112/1920 και 1 και 5 του ν.3198/1955,

που ρυθμίζουν την εγκυρότητα της  καταγγελίας της σύμβασης εργασίας απαιτείται :

α) Έγγραφος τύπος, ώστε να προφυλάσσεται ο εργαζόμενος αλλά και ο εργοδότης από επιπόλαιες αποφάσεις για ένα ζήτημα με τόσο σημαντικές συνέπειες,

β) Πλήρης καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης στον εργαζόμενο,

γ) Καταχώρηση της απασχόλησης του απολυόμενου στα τηρούμενα για το ΙΚΑ μισθολόγια και

δ) Αναγγελία μέσα σε οκτώ ημέρες από την παράδοση του σχετικού εγγράφου στον εργαζόμενο, στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού  και  Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας.

ε) Υπαγωγή του εργαζομένου κατά την πρόσληψή του στην κάλυψη ασφαλιστικού φορέα.

Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου φέρει αναιτιώδη χαρακτήρα, δηλαδή εμφανίζεται κατ’ αρχήν απεξαρτημένη από την ύπαρξη ιδιαίτερου λόγου ως προϋπόθεση του κύρους της. Η ανωτέρω νομοθετική επιλογή φαίνεται να καθυποτάσσει τον εργαζόμενο στην εξουσία του εργοδότη, ο οποίος δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του μισθωτού  χωρίς επίκληση ορισμένου λόγου. Εντούτοις, ο έλεγχος της εργοδοτικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, προκειμένου για την κατοχύρωση της σταθερότητας στην απασχόληση και την προστασία της θέσης εργασίας, επιτυγχάνεται στο ελληνικό δίκαιο μέσω της προσφυγής στη γενική ρήτρα της απαγόρευσης κατάχρησης δικαιώματος, όπως αυτή έχει διαπλαστεί νομολογιακά.

Σύμφωνα με τη ρήτρα του άρθρου 281 ΑΚ, που καθιερώνει την απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος, την πάγια θέση της νομολογίας και της θεωρίας, το αναιτιώδες της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δε συνεπάγεται ότι αυτή είναι ανέλεγκτη, αλλά αντιθέτως υπόκειται, όπως όλες οι δικαιοπραξίες, στη γενική αρχή του δικαίου βάσει της οποίας θα πρέπει να ασκηθεί σύμφωνα προς τις αρχές της καλής πίστεως και δεν μπορεί να ασκείται καταχρηστικώς. Επομένως, το δικαίωμα του εργοδότη προς καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας ως προς τα όρια ασκήσεως του. Ειδικότερα το δικαστήριο θα προβεί σε έλεγχο τόσο (Α) των αντικειμενικών και υποκειμενικών κριτηρίων της απόφασης του εργοδότη να απολύσει το μισθωτό όσο και (Β) της εφαρμογής της, απορρέουσας ομοίως από το άρθρο 281 ΑΚ, αρχής της αναλογικότητας.

Α. Η υποκειμενική και αντικειμενική αξιολόγηση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας:

Σε πρώτη φάση, ο δικαστικός έλεγχος της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας περιορίζεται αποκλειστικά στη διαπίστωση των υποκειμενικών κριτηρίων του εργοδότη και ειδικότερα στην αναζήτηση ενός ενδεχόμενου πνεύματος κακοβουλίας και εκδίκησης κατά του συγκεκριμένου μισθωτού, το βάρος αποδείξεως του οποίου φέρει ο ίδιος ο μισθωτός.

Η νομολογιακή όμως προστασία δεν περιορίζεται σήμερα στην προστασία του εργαζομένου από «ταπεινά» κίνητρα του εργοδότη (εμπάθεια, εκδίκηση, κακότητα κλπ), αλλά προχωρεί στην αντικειμενική αξιολόγηση της καταγγελίας, δηλαδή, αν δικαιολογείται ή όχι η απόλυση από τα αντικειμενικά συμφέροντα της επιχείρησης. Οι αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν την απόλυση αναφέρονται, είτε στο πρόσωπο του μισθωτού, όπως είναι η ανικανότητά του για εργασία ή στη συμπεριφορά του στην επιχείρηση (ατομικοί λόγοι), είτε στην οικονομική ή την τεχνική κατάσταση της επιχείρησης (οικονομοτεχνικοί λόγοι).

Η θέση της νομολογίας, ότι καταχρηστική είναι όχι μόνο η κακόβουλη αλλά και η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, είναι το αποτέλεσμα της επιβαλλόμενης από την καλή πίστη στάθμισης των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών της εργασιακής σχέσης. Η καλή πίστη επιβάλλει στον εργοδότη να λαμβάνει υπόψη του τα συμφέροντα του εργαζόμενου και να αποφεύγει την αδικαιολόγητη προσβολή τους. Η καταγγελία, χωρίς να συντρέχει ένας αντικειμενικός λόγος που να αφορά στην οικονομοτεχνική κατάσταση της επιχείρησης, το πρόσωπο ή τη συμπεριφορά του εργαζομένου, υπερβαίνει προφανώς τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη όρια και είναι επομένως άκυρη ως καταχρηστική.

Για την κρίση περί καταχρηστικότητας ή μη της καταγγελίας τα δικαστήρια δεν αρκούνται στην απλή διαπίστωση ότι ό εργοδότης δεν οδηγήθηκε στην καταγγελία από επιλήψιμα κίνητρα, αλλά από συγκεκριμένους αντικειμενικούς λόγους που σχετίζονται με το πρόσωπο ή τη συμπεριφορά του εργαζομένου (ανικανότητα, παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων) ή την οικονομοτεχνική  κατάσταση της επιχείρησης (μείωση εργασιών, αναδιάρθρωση της επιχείρησης).

Ελέγχοντας τη βαρύτητα των λόγων, εξετάζουν επίσης αν αυτοί καθιστούν πράγματι αναγκαία την απόλυση. Ερευνούν δηλαδή, αν είναι δυνατή η αντιμετώπισή τους με άλλα ηπιότερα μέτρα, οπότε στην περίπτωση αυτή, η προσφυγή στο επαχθέστερο για τον εργαζόμενο μέτρο, την απόλυση, δεν είναι θεμιτή. Ειδικότερα:

Β. Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στο δίκαιο της καταγγελίας:

Η καταγγελία, η οποία συνιστά τη δραστικότερη επέμβαση στην έννομη θέση του εργαζομένου, πρέπει να είναι το αποτέλεσμα στάθμισης μεταξύ, αφενός των δικαιολογημένων συμφερόντων του εργοδότη και αφετέρου της εύλογης προσδοκίας του εργαζομένου για συνέχιση της εργασιακής του σχέσης. Η απόλυση του εργαζομένου θα πρέπει να επιλέγεται ως το έσχατο μέτρο (ultima ratio) για την εξυπηρέτηση των αληθών συμφερόντων του εργοδότη, ώστε η επιλογή της, στην αντίθετη περίπτωση, να θεωρείται καταχρηστική.

Κατά τη στάθμιση των συμφερόντων θα πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας. Απορρέουσα αυτής αρχή είναι της καταλληλότητας ή προσφορότητας, με την έννοια ότι η λήψη ενός μέτρου κατά την άσκηση του δικαιώματος κρίνεται καταχρηστική, όταν το μέτρο δεν είναι πρόσφορο για τον επιδιωκόμενο σκοπό. Απορρέουσες επίσης αρχές της αναλογικότητας είναι η αρχή της αναγκαιότητας, με την έννοια ότι η άσκηση του δικαιώματος είναι καταχρηστική στην περίπτωση που επιλέγεται το επαχθέστερο μέτρο (ultima ratio) και η αρχή της αναλογικότητας σχέσης και ζημίας ή αναλογικότητας εν στενή έννοια, ως περαιτέρω εξειδίκευσης της καλής πίστης και της απαγόρευσης στην κατάχρηση δικαιώματος.

Με βάση τα ανωτέρω, η νομολογία και η θεωρία συνάγουν τη ειδικότερη υποχρέωση του εργοδότη να επιλέξει για την προστασία των συμφερόντων του μεταξύ πλειόνων εξίσου αποτελεσματικών μέτρων, την ηπιότερη εναλλακτική λύση, εκείνη δηλαδή που βλάπτει λιγότερο τα συμφέροντα των εργαζομένων. Και τούτο διότι κατά τη στάθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων, ήτοι της επιλογής του εργοδότη να απολύσει το μισθωτό και της ανάγκης του τελευταίου για διατήρηση της θέσης εργασίας του, το προβάδισμα δίδεται, σύμφωνα και με την αρχή της καλής πίστης, στο συμφέρον του εργαζομένου να διατηρήσει τη θέση εργασίας.

Η καταγγελία, κατά συνέπεια, πρέπει να αποτελεί όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για την διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη, ώστε να μην θεωρηθεί ως καταχρηστική. Το συμφέρον του εργαζομένου για την διατήρηση της εργασιακής του θέσης δεν πρέπει να υποχωρεί περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των συμφερόντων του εργοδότη.

Ειδικότερα σε περίπτωση επίκλησης από τον εργοδότη οικονομοτεχνικού λόγου ως αιτία της καταγγελίας, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλει στον δικαστή να ελέγξει αφενός την υπάρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του προβαλλόμενου από τον εργοδότη λόγου και της καταγγελία της σύμβασης εργασίας και αφετέρου, και εδώ αναδύεται η αξία της αρχής της αναλογικότητας, τη δυνατότητα λήψης άλλων ηπιότερων μέτρων. Ηπιότερο της καταγγελίας μέτρο συνιστά η μετάθεση του εργαζομένου, καθώς και η τροποποίηση των όρων εργασίας, εφόσον γίνεται με σκοπό την παραμονή του εργαζομένου στην επιχείρηση και με την συναίνεση του, μορφή της οποίας αποτελεί και η τροποποιητική καταγγελία, που πρέπει να προηγούνται του μέτρου της απολύσεως.

Περαιτέρω, κατά πάγια θέση της νομολογίας και της θεωρίας, ο εργοδότης ο οποίος απολύει εργαζομένους του για λόγους οικονομοτεχνικούς, είναι υποχρεωμένος να επιλέγει τους απολυτέους με βάση αντικειμενικά κριτήρια κοινωνικής και οικονομικής προελεύσεως. Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να διατηρήσει στην υπηρεσία του τους αρχαιότερους, καθώς και εκείνους που είναι οικονομικά ασθενέστεροι ή λόγω ηλικίας είναι δύσκολο να ανεύρουν εργασία σε άλλον εργοδότη. Εκτός από τα ανωτέρω κριτήρια ο εργοδότης οφείλει να λαμβάνει υπόψη του και άλλες ειδικότερες περιστάσεις, όπως είναι π.χ. για γυναίκες εργαζόμενες η κατάσταση εγκυμοσύνης.

Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω νομολογιακοί κανόνες σε καμία περίπτωση δεν μεταβάλουν το κατ’ αρχήν αναιτιολόγητο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Και τούτο διότι, κατά τη στιγμή της απόλυσης του μισθωτού ο εργοδότης ουδόλως υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή του. Η εκ των υστέρων προσφυγή του εργαζομένου στην δικανική κρίση, είναι αυτή που θέτει σε κίνηση το μηχανισμό προστασίας από την αυθαίρετη επιλογή της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.