Οι κανόνες της εργατικής νομοθεσίας δεν εφαρμόζονται σε όλες τις συμβάσεις με αντικείμενο την παροχή εργασίας,
αλλά μόνο στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, δεδομένου ότι όσοι εργάζονται υπό συνθήκες εξάρτησης εμφανίζουν κατά κανόνα και μεγαλύτερη ανάγκη προστασίας. Γίνεται έτσι αντιληπτή η θεμελιώδης σημασία του προσδιορισμού των κριτηρίων εκείνων που οριοθετούν πότε μια σύμβαση εργασίας είναι εξαρτημένη και πότε όχι . Παρότι τα όρια της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη είναι δυσδιάκριτα, εντούτοις υπάρχει έλλειψη συγκεκριμένης νομοθετικής ρυθμίσεως. Οι θεωρίες που αφορούν στο προσδιοριστικό στοιχείο της εξάρτησης ποικίλουν .
Χρονολογικά πρώτη κάνει την εμφάνισή της κυρίως στη Γαλλία η θεωρία της οικονομικής εξάρτησης. Σύμφωνα με αυτήν ο εργαζόμενος εξαρτάται οικονομικά από τον εργοδότη του στη διάθεση του οποίου θέτει την εργασία του με αντάλλαγμα το μισθό. Εντούτοις, σύντομα αύτη η θεωρία εγκαταλείφθηκε, αφού η οικονομική εξάρτηση δεν προϋποθέτει απαραίτητα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όπως και αντιστρόφως π.χ ο εργαζόμενος δεν εξαρτά τη διαβίωσή του από το μισθό του πάντοτε. Και άλλες μορφές παροχής εργασίας εμφανίζουν στοιχεία οικονομικής εξάρτησης π.χ ο ελεύθερος επαγγελματίας που παρέχει τις υπηρεσίες του υπό καθεστώς σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών σε περιορισμένο αριθμό πελατών ή ο δικηγόρος που παρέχει νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες υπό καθεστώς πάγιας αντιμισθίας ή εντολής σε ολιγάριθμους εντολείς. Στις περιπτώσεις αυτές δεν συντρέχει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, μολονότι υφίσταται πράγματι το στοιχείο της οικονομικής εξάρτησης από περιορισμένο αριθμό προσώπων.
Εν συνεχεία διατυπώνεται η θεωρία της προσωπικής εξάρτησης ή όπως πολλές δικαστικές αποφάσεις κάνουν λόγο, της νομικής εξάρτησης, χωρίς διαφοροποίηση, μάλιστα, στα κριτήριά τους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η εξάρτηση διαφαίνεται μέσα από την ενοχική σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα στον εργαζόμενο και στον εργοδότη, στα πλαίσια της οποίας διαφυλάσσεται για τον εργοδότη το διευθυντικό δικαίωμα. Βάση του διευθυντικού δικαιώματος αποτελεί η δυνατότητα που παρέχεται στον εργοδότη να δίνει στον εργαζόμενο δεσμευτικές εντολές και οδηγίες, ως προς το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο της παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την τήρηση αυτών, αλλά και παράλληλη υποχρέωση του εργαζομένου να εκτελεί αυτοπροσώπως την οφειλόμενη εργασία και να είναι συνεπής, όσον αφορά στην υποχρέωση πίστης του και όλες τις παρεπόμενες που αυτή συνεπάγεται προς τον εργοδότη του.
Σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία της προσωπικής εξάρτησης κρίσιμα κριτήρια για το χαρακτηρισμό της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας αποτελούν α) ο καθορισμός από τον εργοδότη του χρόνου και του τόπου της παρεχόμενης εργασίας μονομερώς. Στοιχείο με ιδιαίτερη βαρύτητα αφού δηλώνει την απώλεια της ελευθερίας του εργαζομένου να προσδιορίζει ο ίδιος τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας του, β) η υποχρέωση του εργαζομένου να ακολουθεί τις οδηγίες του εργοδότη, όσον αφορά στον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας και να συμμορφώνεται προς αυτές, γ) η παροχή εργασίας στα πλαίσια μιας οργανωμένης εκμετάλλευσης ενός τρίτου, του εργοδότη σε συνεργασία πιθανόν με άλλα πρόσωπα και με τον εξοπλισμό και τα υλικά μέσα που ο ίδιος ο εργοδότης παρέχει και δ) η υποχρέωση του εργαζόμενου σύμφωνα με το άρθρο 651 ΑΚ να παρέχει αυτοπροσώπως την οφειλόμενη εργασία, κάτι το οποίο αποτελεί κύριο γνώρισμα της εξαρτημένης σύμβασης εργασίας. Η εκπλήρωση μέσω τρίτων προσώπων της οφειλόμενης εργασίας, αν και σπάνια, δεν αποκλείεται στην εξαρτημένη εργασία, αν και εύλογα τη θέτει υπό αμφισβήτηση.
Το στοιχείο της εξάρτησης δεν αναιρείται ακόμη κι αν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ο εργαζόμενος έχει την ελευθερία να αναπτύσσει πρωτοβουλία λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, εφόσον διατηρεί την υποχρέωσή του να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του εργοδότη του και να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του. Επιπλέον ο χαρακτηρισμός της εργασίας ως εξαρτημένης δεν επηρεάζεται από επουσιώδη στοιχεία, όπως ο τρόπος προσδιορισμού και καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, της ασφάλισης του, της έκδοσης δελτίων παροχής υπηρεσιών.
Ο ορθός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης με αντικείμενο την παροχή εργασίας έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού από αυτόν εξαρτάται η εφαρμογή των αντίστοιχων κανόνων δικαίου.
Πρώτη διάκριση πρέπει να γίνει ανάμεσα στη σχέση εξαρτημένης εργασίας και στη σχέση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Το στοιχείο στο οποίο η σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών διαφοροποιείται από την εξαρτημένη εργασία είναι η πρωτοβουλία και η ελευθερία του εργαζόμενου να καθορίζει ο ίδιος τις συνθήκες εργασίας του και να μην υπόκειται στον άμεσο έλεγχο του εργοδότη του.
Διάκριση πρέπει να γίνει ανάμεσα στη σχέση εξαρτημένης εργασίας και στη σύμβαση έργου. Στη σύμβαση έργου, σύμφωνα με το άρθρο του ΑΚ 681, υποχρεούται κάποιος να εκτελέσει έργο με αμοιβή. Κατά την εκτέλεση του έργου αυτού δεν υπάρχει από τον εργοδότη έλεγχος ως προς το χρόνο, τον τόπο και τρόπο παροχής των υπηρεσιών, τον δε κίνδυνο της εργασίας φέρει ο εργολάβος μέχρι την αποπεράτωσή του. Εντοπίζουμε έτσι δύο βασικές διαφορές από τη σύμβαση εργασίας όπου ο εργοδότης, εκτός από τον έλεγχο επί της εργασίας του μισθωτού του έργου, φέρει επιπλέον και τον κίνδυνο για το αποτέλεσμα της εργασίας του .Διαφοροποιητικό στοιχείο τόσο της σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών όσο και της σύμβασης έργου σε σχέση με τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ότι ενώ στην τελευταία, κύρια οφειλόμενη παροχή αποτελεί η διάθεση των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων του εργαζομένου σε συγκεκριμένο εργοδότη, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, στην περίπτωση της σύμβασης έργου κρίσιμη είναι η επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, δηλαδή της παραγωγής του έργου ανεξάρτητα από την ποσοτική ή ποιοτική ανάλωση των δυνάμεων όσων απασχοληθούν για την περάτωση του έργου.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 713 ΑΚ «ο εντολοδόχος έχει την υποχρέωση να διεξάγει την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας χωρίς αμοιβή». Από τον ουσιαστικό αυτό κανόνα δικαίου προκύπτει το κριτήριο για τη διάκριση της σχέσεως εντολής από τη σχέση εργασίας, στην οποία υπάρχει πάντα υποχρέωση μισθού. Ακολούθως, αναγκαία είναι και η διακρίβωση των περιπτώσεων σχέσεων εργασίας και εταιρίας. Έτσι, εταιρία θα είναι όταν προκύπτει πρόθεση εταιρικής συνεργασίας για επιδίωξη κοινού σκοπού και κοινή ανάληψη κινδύνων, απουσία δηλαδή του στοιχείου εξαρτήσεως. Όπως και παραπάνω έχει επισημανθεί, στη σχέση εξαρτημένης εργασίας δεν επιδιώκεται κοινός σκοπός. Το κάθε μέρος αποβλέπει στην αντιπαροχή του άλλου και η εργασία παρέχεται βάση εντολών και ελέγχου του ενός αντισυμβαλλόμενου μέρους. Τέλος, χρήσιμη είναι και η διάκριση του πότε η εκμετάλλευση ενός προσοδοφόρου αντικειμένου (πχ ταξί) πρόκειται για παραχώρηση χρήσεως αντικείμενου με μίσθωμα και πότε για σχέση εργασίας με αμοιβή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ελέγχεται περιπτωσιολογικά ανάλογα με τη σχέση που συμφωνείται να διαμορφωθεί. Στην περίπτωση του οδηγού ταξί, αν αυτός υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του ιδιοκτήτη, πρόκειται για σχέση εξαρτημένης εργασίας. Θα είναι όμως μίσθωση πράγματος, αν ο οδηγός ελεύθερος από τέτοιου είδους δεσμεύσεις αναλαμβάνει πχ τις δαπάνες για τα καύσιμα, τη συντήρηση κτλ.
Τόσο στην επιστήμη όσο και στη νομολογία έχει επικρατήσει η θεωρία της προσωπικής εξάρτησης σε συνδυασμό με τη νομική, αν και παγίως τα δικαστήρια δεν προβαίνουν σε διαχωρισμό των δύο θεωρητικών κριτηρίων παρά τις σαφείς ορολογικές διαφοροποιήσεις τους. Το στοιχείο με το οποίο διακρίνεται η εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι στοιχείο ποσοτικό –σώρευση δηλαδή περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως-, αλλά στοιχείο ποιοτικό. Για την κατάφαση του στοιχείου αυτού εκτιμώνται οι όροι και οι συνθήκες παροχής εργασίας καθώς και η φύση και το είδος της εργασίας. Δεδομένης της ύπαρξης των αντικειμενικών αυτών κριτηρίων ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια και τις εκτιμήσεις των μερών, αφού κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο ολόκληρη την προστατευτική εργατική νομοθεσία. Αντιθέτως, τα Δικαστήρια δύνανται να κρίνουν τη φύση της σύμβασης, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό που προσέδωσαν σε αυτήν τα μέρη.
Ο σύγχρονος νομικός κόσμος έρχεται αντιμέτωπος με το συνεχώς αυξανόμενο αριθμό φαινομενικά ανεξάρτητων συμβάσεων εργασίας που αποτελούν μέσο για την καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας και των προστατευτικών διατάξεων του εργατικού δικαίου και ειδικότερα, όσων ορίζουν αποζημίωση απόλυσης, πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή εργασία, χορήγηση αμοιβόμενης ετήσιας άδειας αναψυχής, επιδομάτων εορτών κλπ. Με σκοπό την αποφυγή εφαρμογής του εργατικού δικαίου, πολλοί εργοδότες μεταβιβάζουν δραστηριότητες της επιχείρησής τους, που υπό κανονικές συνθήκες εξυπηρετούνται από μισθωτούς, σε ανεξάρτητους επαγγελματίες. Για το λόγο αυτό γίνονται προσπάθειες να οριοθετηθούν τα πρόσωπα εκείνα που θεωρούνται μισθωτοί και επομένως, έχουν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας όχι μόνο με τον ορισμό της έννοιας της εξαρτημένης εργασίας από το νομοθέτη, αλλά και με τη χρήση τεκμηρίων έστω μαχητών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό είναι αυτό του άρθρου 1 του νόμου 2639/1998: “η μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου συμφωνία για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας, τηλεργασίας, κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι δεν υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η συμφωνία αυτή καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται μέσα σε δεκαπέντε μέρες στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας. Το τεκμήριο αυτό δεν ισχύει, αν ο απασχολούμενος προσφέρει την εργασία του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη”.