ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
September 11, 2018ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
September 11, 2018Η σύμβαση ορισμένου χρόνου δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη
καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που αυτά έχουν προβλέψει ως διάρκεια ισχύος της. Η λύση της εξ ορισμού επέρχεται αυτοδίκαια με την πάροδο του συμπεφωνημένου χρόνου διάρκειας και κατ’ εξαίρεση με καταγγελία αυτής, στις περιπτώσεις που τα μέρη επικαλούνται και αποδεικνύουν “σπουδαίο λόγο” λύσης. Η έννοια του σπουδαίου λόγου προκύπτει, είτε εμμέσως από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, είτε κατά τη δικαστική επίλυση των διαφορών των μερών, εκτιμωμένης της φύσης της παρεχόμενης εργασίας, των προβλεπομένων στην εκάστοτε σύμβαση εργασίας όρων και των λοιπών περιστάσεων, έστω και εάν ο σπουδαίος λόγος δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία. Η θεμελιώδης διαφορά της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου έγκειται στον τρόπο λύσης αυτών και στα δικαιώματα που απορρέουν από την εκατέρωθεν καταγγελία τους. Η πολυπλοκότητα και η συνεχής εξέλιξη των εργασιακών σχέσεων όμως, καθιστά δυσχερή τη διάκριση μεταξύ των δύο ως άνω ειδών συμβάσεων εργασίας.
Αναγνωρίζεται στον εργοδότη η ευχέρεια επιλογής του είδους της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, που θα συνάπτει με τους εκάστοτε απασχολούμενους σε αυτόν μισθωτούς, δηλαδή το δικαίωμα να επιλέξει τη σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Κριτήριο για τον εργοδότη αποτελεί η διάρκεια της σύμβασης εργασίας, οι -κατά περίπτωση- ανάγκες της επιχείρησής του και οι υποχρεώσεις, τις οποίες θα κληθεί αυτός να εκπληρώσει έναντι του εργαζομένου σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εργασίας.
Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι η σύμβαση που έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, η οποία είτε καθορίζεται ρητά από το νόμο, είτε από τα μέρη, είτε συνάγεται από τη φύση της παρεχόμενης εργασίας και το σκοπό που η σύμβαση εξυπηρετεί. Έτσι, τα μέρη συχνά συμφωνούν, ότι η υπό σύναψη σύμβαση θα διαρκέσει μέχρι ενός χρονικού σημείου ημερολογιακά καθοριζομένου ή ότι η διάρκεια αυτής θα εξαρτάται από την επέλευση ενός περιστατικού, που είναι βέβαιο ότι θα επέλθει στο μέλλον. Επίσης, η διάρκειά της μπορεί να εξαρτηθεί από την εκτέλεση από τον εργαζόμενο ενός ή περισσοτέρων συμπεφωνημένων έργων, που εμπίπτουν στο γενικό πλαίσιο δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Είναι απαραίτητο και τα δύο μέρη να αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και όχι στο αποτέλεσμα του έργου, καθότι το τελευταίο συνηγορεί υπέρ του χαρακτηρισμού της σύμβασης ως σύμβασης έργου.
Εάν μετά την παρέλευση του συμπεφωνημένου χρόνου διάρκειας της σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος εξακολουθεί να παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη, χωρίς αυτός να εναντιώνεται, τότε θεωρείται, ότι ανανεώθηκε σιωπηρά η σύμβαση εργασίας και κατέστη αυτή αορίστου χρόνου. Προς τούτο τα μέρη συχνά συμφωνούν ρητά, ότι αποκλείεται η παράταση της σύμβασης, έστω και σιωπηρά, εάν δεν τηρηθούν ορισμένες καθοριζόμενες μεταξύ τους διατυπώσεις, από τις οποίες να προκύπτει, ότι επιθυμούν την παράταση ισχύος της.
Χαρακτηριστική περίπτωση σύμβασης ορισμένου χρόνου αποτελεί η σύμβαση, με την οποία τα μέρη συμφωνούν την υποχρεωτική αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του μόλις ο τελευταίος συμπληρώσει ορισμένο όριο ηλικία ή χρόνο υπηρεσίας. Η πλειοψηφία των δικαστικών αποφάσεων κρίνει την ανωτέρω σύμβαση ως ορισμένου χρόνου, με την οποία εξασφαλίζεται η μονιμότητα του εργαζομένου στην εργασία του. Εάν όμως, ο εργοδότης επιφυλαχθεί του δικαιώματός του να καταγγείλει την εν λόγω σύμβαση πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας ή του χρόνου υπηρεσίας, τότε καθίσταται αυτή σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τη λύση αυτής. Στην αντίθετη περίπτωση κατά την οποία ο μισθωτός έχει επιφυλαχθεί να καταγγείλει τη σύμβαση πριν τη λήξη της, η σύμβαση δεν καθίσταται αορίστου χρόνου.
Σύμβαση ορισμένου χρόνου θεωρείται και η σύμβαση με την οποία ο μισθωτός προσλαμβάνεται προσωρινά για να καλύψει έκτακτες ανάγκες της επιχείρησης του εργοδότη ή να καλύψει την κενή θέση εργασίας άλλου εργαζομένου, που απουσιάζει προσωρινά λόγω μακράς ασθενείας. Σε αυτήν την περίπτωση η σύμβαση λύεται αυτοδίκαια, έστω και εάν δεν έχει συμφωνηθεί ρητά η χρονική διάρκειά της, καθόσον η λύση συνάγεται σιωπηρά από το γεγονός, ότι εξέλιπε ο λόγος για τον οποίο ο εργαζόμενος προσλήφθηκε. Λύεται η σύμβαση και στην περίπτωση κατά την οποία έληξε ο συμπεφωνημένος χρόνος διάρκειας της σύμβασης ορισμένου χρόνου, αλλά ο εργαζόμενος παραμένει για μικρό χρονικό διάστημα, κατόπιν αιτήματος του εργοδότη, με σκοπό να εξυπηρετήσει προσωρινά τον εργοδότη ή ο εργοδότης πλανημένα νομίζει ότι δεν επήλθε ο ακριβής χρόνος λήξης. Σε αυτήν την περίπτωση η σύμβαση θεωρείται ότι έχει λυθεί και δε θεωρείται ότι παρατάθηκε σιωπηρά.
Ωστόσο, είναι δυνατόν να επέλθει η λύση της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου και να αποδεσμευτούν τα μέρη από αυτή, στην περίπτωση που ένα από αυτά καταγγείλει τη σύμβαση πριν από την πάροδο του ορισμένου χρόνου, με την επίκληση σπουδαίου λόγου. Ως σπουδαίος λόγος θεωρείται κάθε περιστατικό που καθιστά τόσο επαχθή -για τον καταγγέλλοντα- τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας, ώστε να μην μπορεί να αξιωθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δέσμευσής του από αυτήν. Ο σπουδαίος λόγος μπορεί να αφορά στις μεταξύ των μερών σχέσεις, στη μεταβολή των συνθηκών εργασίας, στην παράβαση των συμβατικών -κύριων ή παρεπόμενων- υποχρεώσεων των μερών, στον κλονισμό της μεταξύ τους εμπιστοσύνης.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, ο εργοδότης δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, επικαλούμενος ως σπουδαίο λόγο τη διάπραξη αξιόποινης πράξης στην υπηρεσία, την αμελή ή υπαίτια μη αποδοτική εκτέλεση της εργασίας, τη συνεχή και επαναλαμβανόμενη αργοπορία προσέλευσης στην εργασία, την ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών στην επιχείρηση, τη μεγάλη απουσία ή τις μικρές επαναλαμβανόμενες συχνές απουσίες από την εργασία, τη διατάραξη των σχέσεων εργοδότη και λοιπών εργαζομένων, την αμφισβήτηση των ικανοτήτων των μελών της διοίκησης της εργοδοτικής επιχείρησης, την παραμέληση της εμφάνισής του χώρου εργασίας.
Η καταγγελία για σπουδαίο λόγο μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, άτυπα, χωρίς να υποχρεούται ο καταγγέλλων να τηρήσει ορισμένη προθεσμία ή να εξηγήσει επ’ ακριβώς τους λόγους καταγγελίας. Τα αποτελέσματά της επέρχονται αμέσως μόλις γνωστοποιηθεί αυτή στον λήπτη από τον καταγγέλλοντα. Ο καταγγέλλων θα πρέπει να προβεί στην καταγγελία σε εύλογο χρόνο, από τότε που πληροφορήθηκε το σπουδαίο λόγο, προκειμένου να μη θεωρηθεί η καταγγελία καταχρηστική ή να μην αποδυναμωθεί το δικαίωμά του.
Ο καταγγέλλων τη σύμβαση ορισμένου χρόνου για σπουδαίο λόγο πρέπει να επικαλείται και να αποδεικνύει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, διότι διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη και κατά συνέπεια (α) εάν ο καταγγέλλων είναι ο εργοδότης, οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο μισθούς υπερημερίας μέχρι τη λήξη της σύμβασης και (β) εάν ο καταγγέλλων είναι ο εργαζόμενος, οφείλει να καταβάλει στον εργοδότη αποζημίωση για τη ζημία που του προξένησε.
Ειδικότερα, στην περίπτωση καταγγελίας σύμβασης ορισμένου χρόνου, οφείλεται αποζημίωση όταν (α) ο σπουδαίος λόγος που προβάλει ο εργοδότης οφείλεται σε μεταβολή της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης ή σε μεταβολή των προσωπικών του στοιχείων και (β) όταν ο σπουδαίος λόγος της καταγγελίας στηρίζεται σε αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης.
Το δικαίωμα των συμβαλλομένων μερών να καταγγείλουν τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να αποκλεισθεί και κάθε συμφωνία που ορίζει κάτι τέτοιο θεωρείται άκυρη. Επίσης, δεν μπορούν τα μέρη να περιορίσουν σημαντικά το δικαίωμα καταγγελίας, έτσι ώστε να αποδυναμώνουν αυτό, όπως στην περίπτωση που προβλέψουν την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης πριν τη λήξη της.