Της Έλενας Στοφόρου Α. Δικηγόρου/μεταπτυχιακής στο εργατικό δίκαιο στο ΕΚΠΑ
Η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί ειδική περίπτωση της παρενόχλησης λόγω φύλου[1].
Ο ‘Έλληνας νομοθέτης όρισε ρητά την έννοια αυτή, η οποία συνίσταται στην οποιασδήποτε μορφής ανεπιθύμητη λεκτική, μη λεκτική ή σωματική συμπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας προσώπου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος.
Αναλύοντας λίγο παραπάνω τα στοιχεία που συνθέτουν τον ανωτέρω ορισμό, μπορούμε να κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις. Αρχικά, για τη στοιχειοθέτηση σεξουαλικής παρενόχλησης απαιτείται «ανεπιθύμητη συμπεριφορά». Ανεπιθύμητη χαρακτηρίζεται η συμπεριφορά όταν ασκείται μονομερώς χωρίς τη συναίνεση του άλλου μέρους. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι δεν απαιτείται η συνέχεια ή η επανάληψη της συμπεριφοράς, αλλά αρκεί και ένα μεμονωμένο περιστατικό[2]. Η ανεπιθύμητη συμπεριφορά μπορεί να είναι απλώς λεκτική, ενώ δύναται να εκδηλώνεται μέσω άσκησης ψυχολογικής πίεσης , χωρίς να είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από εξωτερικές ενέργειες (π.χ. θωπείες, πράξεις βίας κ.α.). Επιπλέον, η συγκεκριμένη συμπεριφορά πρέπει να επιφέρει την προσβολή της αξιοπρέπειας του ατόμου που την υφίσταται και κατ’ επέκταση να δημιουργεί ένα δυσάρεστο εργασιακό περιβάλλον για αυτό.
Η σεξουαλική παρενόχληση εντοπίζεται συνήθως, στις κάθετες σχέσεις ιεραρχίας, δηλαδή ανάμεσα στον εργοδότη ή στον προϊστάμενο και στον υφιστάμενο μισθωτό. Στις περιπτώσεις αυτές, η σεξουαλική παρενόχληση συνιστά απόρροια της κατάχρησης εξουσίας στον εργασιακό χώρο. Δεν είναι όμως λίγες οι φορές, που το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ανάμεσα σε συναδέλφους, δηλαδή σε εργαζομένους που κατέχουν τον ίδιο βαθμό μέσα στην επιχείρηση.
Στις περιπτώσεις αυτές τίθεται το ζήτημα της τυχόν ευθύνης του εργοδότη. Εκ πρώτης όψεως, θα έλεγε κανείς ότι ο εργοδότης δεν ευθύνεται, καθώς η συμπεριφορά προέρχεται από έτερο πρόσωπο και όχι από τον ίδιο. Η άποψη όμως αυτή δεν είναι ορθή. Ο εργοδότης είναι υπεύθυνος για τη διαμόρφωση ενός υγιούς περιβάλλοντος εργασίας, με σκοπό τη διασφάλιση των άυλων συμφερόντων των εργαζομένων και την αναβάθμιση της ποιότητας των εργασιακών σχέσεων. Η υποχρέωση του αυτή προκύπτει από το καθήκον πρόνοιας, με το οποίο ο ίδιος είναι επιφορτισμένος (288 ΑΚ)[3]. Στο πλαίσιο αυτό, οφείλει να μεριμνά για τη διαφύλαξη της υπόληψης και της προσωπικότητας των μισθωτών.
Στην υποχρέωση αυτή φυσικά περιλαμβάνεται και η προστασία από προσβλητικές για την προσωπικότητα του μισθωτού συμπεριφορές, οι οποίες προέρχονται από συναδέλφους. Ο εργοδότης, λοιπόν, πρέπει να ενημερώνεται για τέτοιου είδους φαινόμενα και να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να τα αποτρέψει. Σε διαφορετική περίπτωση, γίνεται δεκτό ότι τυχόν παράλειψή του συνιστά παράβαση συμβατικής υποχρέωσης και ο εργαζόμενος μπορεί να αξιώσει χρηματική αποζημίωση[4].
[1] Βλ. άρθρο 3 περ. 2α Ν 3896/2010
[2] Βλ. Κουκιάδη Ι., Σεξουαλική Παρενόχληση στους χώρους εργασίας, ΕΕργΔ 2009, 454
[3] Βλ. Γκούτο Χ., Σεξουαλική παρενόχληση σε βάρος μισθωτού, ΕΕργΔ 2003, 194
[4] Βλ. Ζερδελή Δ., Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σελ. 777