Η καταγγελία πρέπει να περιέχει σαφή και αναμφίβολη βούληση του καταγγέλοντος
για την λύση της σύμβασης, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία στον αντισυμβαλλόμενο – εργαζόμενο. Για αυτό, γίνεται δεκτό ότι δεν επιτρέπεται κατ’ αρχήν αίρεση, αφού δημιουργεί αβεβαιότητα.
Είναι επιτρεπτή, όμως, η αίρεση στην επικουρική καταγγελία. Επικουρική καταγγελία είναι η δεύτερη καταγγελία στην οποία προβαίνει ο καταγγέλων, στην περίπτωση που η προηγούμενη καταγγελία θα κρινόταν άκυρη από το δικαστήριο. Σε αυτήν επιτρέπεται η αίρεση. Με άλλα λόγια, εξαρτάται από την πρώτη καταγγελία. Αν η πρώτη είναι έγκυρη, τότε η άλλη δεν έχει αξία και νομική επιρροή. Αν όμως είναι άκυρη, τότε η δεύτερη επιφέρει την λύση της σύμβασης.
Η συνέχιση, μετά την καταγγελία, της προσφοράς εργασίας από τον εργαζόμενο και της αποδοχής από τον εργοδότη μπορεί να οδηγήσει μόνο στην σύναψη νέας σύμβασης χωρίς να επηρεάζει την λύση της προηγούμενης.