Γενικά στις συμβάσεις εργασίας προβλέπεται η υποχρέωση πίστης του εργαζόμενου
απέναντι στο πρόσωπο και την επιχείρηση του εργοδότη. Στην έννοια της πίστης αυτής περιλαμβάνεται και η υποχρέωση μη ανταγωνισμού που ισχύει κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επεκτείνουν την απαγόρευση ανταγωνισμού για το διάστημα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας.
Η συμφωνία, όμως, θεωρείται άκυρη στην περίπτωση που δεσμεύει υπέρμετρα την ελευθερία του εργαζομένου, δηλαδή η απαγόρευση φθάνει σε τέτοιο βαθμό που του στερεί την οικονομική και προσωπική του αυτονομία.
Το αν είναι υπέρμετρος ή όχι ο περιορισμός της ελευθερίας του εργαζομένου κρίνεται με βάση τη χρονική διάρκεια, τον τοπικό χαρακτήρα της απαγόρευσης, το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας και την ύπαρξη δικαιολογημένων συμφερόντων του εργοδότη.