Κατ’ αρχήν, η σχέση εργασίας λύεται αυτόματα με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου.
Έκτοτε, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να μη δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού. Στην περίπτωση που ο χρόνος για τη λήξη της εργασίας παρέλθει και ο μισθωτός εξακολουθεί να εργάζεται χωρίς ο εργοδότης να αντιτίθεται, η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρείται ότι παρατείνεται για αόριστο χρόνο. Τότε, ο ορισμένος χρόνος της αρχικής σύμβασης και το μετέπειτα χρονικό διάστημα κατά το οποίο συνεχίζεται η παροχή της εργασίας, συναποτελούν μία ενιαία πλέον σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμη κι αν μεσολαβήσει μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ της λήξεως της σύμβασης ορισμένου χρόνου και της επαναπρόσληψης του μισθωτού.