ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ

ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΕΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΚΑΡΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΠΩΣ ΘΑ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΙ
October 18, 2019
ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ | ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΚΑΡΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
October 19, 2019
ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΕΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΚΑΡΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΠΩΣ ΘΑ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΙ
October 18, 2019
ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ | ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΚΑΡΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
October 19, 2019
Share

Της νομικού, Μαρίας – Άννας Κατσιάδα*.

Η απολογία του πειθαρχικώς διωκόμενου υπαλλήλου συνιστά το τελευταίο πλην ιδιαιτέρως σημαντικό στάδιο προδικασίας, δεδομένου ότι έχει τη δυνατότητα αντίκρουσης της κατηγορίας με την υποβολή πραγματικών και νομικών επιχειρημάτων προς ανατροπή ή αποδυνάμωση αυτής με την επίκληση ελαφρυντικών περιστάσεων, που τυχόν συντρέχουν. Πρόκειται για δικαίωμα του διωκόμενου υπαλλήλου και όχι για υποχρέωσή του. Επομένως η έλλειψη απολογίας στην πειθαρχική διαδικασία συνιστά μια μορφή εκδήλωσης του δικαιώματος της σιωπής του διωκομένου. Συνεπώς η μη υποβολή απολογητικού υπομνήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ομολογία των αποδιδόμενων πειθαρχικών παραπτωμάτων. Επισημαίνεται δε ότι η πρόοδος της πειθαρχικής διαδικασίας δεν αναστέλλεται , εάν ο διωκόμενος δεν αποστείλει απολογητικό υπόμνημα, ή δηλώσει ότι δεν θα απολογηθεί, διότι άλλως θα παρακώλυε την πειθαρχική δίωξη και το έργο των πειθαρχικών οργάνων τα οποία έχουν υποχρέωση στην περίπτωση αυτή να μην διατηρήσουν σε εκκρεμότητα την υπόθεση αλλά να προβούν στην έκδοση πειθαρχικής απόφασης, καταδικαστικής ή απαλλακτικής.

Η κλήση του πειθαρχικώς διωκόμενου υπαλλήλου προς απολογία αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος άμυνας, πηγάζει από το θεμελιώδες δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου, που κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, και συνιστά βασικό δικονομικό του δικαίωμα. Αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, η παράλειψη του οποίου από τον πειθαρχικό προϊστάμενο, συνιστά καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του δημοσίου υπαλλήλου, και οδηγεί σε ακυρότητα της πειθαρχικής διαδικασίας και της εκδοθείσας πειθαρχικής απόφασης.

Προκειμένου ο υπάλληλος να οργανώσει με τον αποτελεσματικό δυνατό τρόπο την υπεράσπιση του θα πρέπει να του παρέχεται επί ποινή ακυρότητας, η δυνατότητα να ακουσθεί με την κατάθεση απολογητικού υπομνήματος, και ενδεχομένως, προφορικής συμπληρωματικής δήλωσης ενώπιον του συλλογικού πειθαρχικού οργάνου, αφού προηγουμένως εξασφαλισθεί η πλήρης ενημέρωσή του για το σύνολο των αποδιδόμενων παραπτωμάτων , τα οποία ενδεχομένως να οδηγήσουν στη επιβολή  πειθαρχικής ποινής.

Η απουσία κλήσης σε απολογία, η πλημμελής κλήση του υπαλλήλου, στην οποία δεν αναφέρονται με σαφήνεια και ρητό τρόπο, οι παραβάσεις και τα πειθαρχικά παραπτώματα, που του αποδίδονται, ή χωρίς να προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του συμβουλίου η παράσταση του διωκόμενου, επάγονται ακυρότητα πειθαρχικής διαδικασίας και της πειθαρχικής απόφασης , επί τη βάσει της οποίας εξεδόθη. Επομένως, σε περίπτωση προσβολής της τελευταίας με υπαλληλική προσφυγή, η πειθαρχική απόφαση εξαφανίζεται και η υπόθεση αναπέμπεται πίσω στη Διοίκηση προς τήρηση του άνω ουσιώδους τύπου της προηγούμενης κλήσης σε απολογία, και επανάληψη από του σημείου τούτου της πειθαρχικής διαδικασίας.

Μολοταύτα, οι άνω παραλείψεις των πειθαρχικών οργάνων, σε ορισμένες περιπτώσεις δύνανται να θεραπευτούν, να καλυφθούν νομικά, και να μην οδηγήσουν σε ακύρωση και εξαφάνιση της απόφασης, επί παραδείγματι, όταν ο διωκόμενος υποβάλλει αυτοβούλως υπόμνημα απολογίας χωρίς να προβάλλει ειδικό παράπονο για τη μη κλήση του, ή παραστεί ανεπιφυλάκτως κατά την ημέρα της πειθαρχικής δίκης.

Καθίσταται σαφές ότι το στάδιο της απολογίας είναι κρίσιμο και κομβικό, ο διωκόμενος υπάλληλος, κρίνεται σώφρον να απευθυνθεί για συνδρομή, αρωγή και οργάνωση της άμυνας του , σε κατάλληλο πληρεξούσιο δικηγόρο, καθώς εσφαλμένοι, αντανακλαστικοί,  και βεβιασμένοι χειρισμοί από πλευράς του διωκόμενου υπαλλήλου, -μικρή περιπτωσιολογία των οποίων αναφέρεται ανωτέρω-, μπορεί να αποβούν μοιραίοι,  και να του αφαιρέσουν ίσως το πολυτιμότερο, «όπλο» υπεράσπισης, στη «νομική του φαρέτρα».


*Η Μαρία – Άννα Κατσιάδα είναι νομικός, με εξειδίκευση σε θέματα διοικητικού, ιδίως δημοσιοϋπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου, με μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα του δημοσίου δικαίου και πολιτικής επιστήμης, καθώς και συνεργάτης του Δικηγορικού Γραφείου Γιάννης Καρούζος & Συνεργάτες.