Είναι δυνατή η μετατροπή σύμβασης ορισμένου χρόνου σε αορίστου, στο Δημόσιο;

Έρχεται νέο εργασιακό νομοσχέδιο. Τι θα περιλαμβάνει
January 18, 2025
Η κατάσταση στην αγορά εργασίας. Τι θα γίνει στους μισθούς. Ποσό φτάνει ένας μισθός
January 21, 2025
Έρχεται νέο εργασιακό νομοσχέδιο. Τι θα περιλαμβάνει
January 18, 2025
Η κατάσταση στην αγορά εργασίας. Τι θα γίνει στους μισθούς. Ποσό φτάνει ένας μισθός
January 21, 2025

Πολύς λόγος έχει γίνει για τα συνταγματικά εμπόδια που υπάρχουν αναφορικά με την δυνατότητα να θεωρηθεί ότι ένας υπάλληλος, που εργάζεται στο Δημόσιο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού και δικαίου και ορισμένου χρόνου, απασχολείται στην πραγματικότητα με σύμβαση αορίστου χρόνου. Παρά την επί χρόνια παγιωμένη άρνηση των δικαστηρίων ως προς αυτή την προοπτική, είναι πλέον φανερό ότι η τούτη η αντίληψη έχει αρχίσει να αλλάζει.

Πιο συγκεκριμένα, το πρόβλημα εκκινεί από το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου». Η διάταξη αυτή, που τέθηκε με την Αναθεώρηση του 2001, είχε ως σκοπό της να ανακόψει τη συνέχιση μιας συνήθους αντιθεσμικής πρακτικής του παρελθόντος. Ειδικότερα, είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο να προσλαμβάνεται προσωπικό, αρχικώς με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και ορισμένου χρόνου για την κάλυψη, τυπικά και μόνον, πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών. Ωστόσο, κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ. 2 του Συντάγματος αλλά και της κοινής νομοθεσίας (άρθρα 56 έως 82 του π.δ. 410/1988), στη συνέχεια διαπιστώνονταν ότι οι ανάγκες αυτές ήταν πάγιες και διαρκείς, και τελικά, για την κάλυψη των εν λόγω αναγκών, «τακτοποιούταν» το προσωπικό αυτό, είτε με το διορισμό του ως μόνιμου δημοσιοϋπαλληλικού είτε με τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, κατ’ αποκλεισμό άλλων ενδιαφερομένων που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις. Την αποτροπή τέτοιων φαινομένων επέτυχε η εν λόγω συνταγματική απαγόρευση.

Όμως, η ανωτέρω πρόβλεψη, λόγω της απόλυτης διατύπωσής της, δημιουργεί συγκρούσεις με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Οδηγία 1999/70/Ε.Κ.), καθώς επιτρέπει καταχρήσεις σε βάρος του εργαζόμενου. Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο απασχολούμενος καλύπτει πράγματι πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αλλά η σύμβασή του έχει παρά ταύτα ονομαστεί ως ορισμένου χρόνου (κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ. 2 του Συντάγματος), τότε θα έπρεπε να χαίρει της προστασίας των συμβάσεων αορίστου χρόνου (π.χ. να λάβει αποζημίωση απόλυσης), αφού με τέτοιες συμβάσεις καλύπτονται οι πάγιες και διαρκείς ανάγκες.

Τα ελληνικά δικαστήρια, εντούτοις, ήταν επί σειρά ετών επιφυλακτικά στην υιοθέτηση της ανωτέρω αντίληψης. Σε ένα πρώτο στάδιο, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δέχτηκε ότι οι εν λόγω συμβάσεις είναι αορίστου χρόνου κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό και άρα δεν συμβαίνει κάποια «μετατροπή» ώστε να εφαρμόζεται η σχετική συνταγματική απαγόρευση (Ολ. ΑΠ 18/2006). Με απλά λόγια, οι συμβάσεις αυτές αποκαθίστανται κατ’ όνομα· δεν μεταβάλλεται η φύση τους. Παρά την παγίωση του εν λόγω σκεπτικού, όμως, σπάνιζαν οι περιπτώσεις που η νομολογία κατέληγε να προστατεύσει πράγματι τον εργαζόμενο, καθώς έκανε μεν την συγκεκριμένη ορθή παραδοχή, αλλά διαπίστωνε παράλληλα (με καθόλου πειστικό τρόπο τις περισσότερες φορές) ότι λ.χ. στην εκάστοτε περίπτωση οι καλυπτόμενες ανάγκες δεν ήταν πάγιες και διαρκείς και άρα δεν χωρεί ορθός νομικός χαρακτηρισμός σε σύμβαση αορίστου χρόνου.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία αύξηση των αποφάσεων που επιχειρούν το επόμενο και ουσιώδες βήμα, ήτοι αυτό της πραγματικής παροχής προστασίας στους συγκεκριμένους εργαζόμενους. Αναλυτικότερα, με την απόφαση υπ’ αρ. 2632/2023 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, αφού τονίστηκε εκ νέου ότι οι συγκεκριμένες συμβάσεις θεωρούνται, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως εξ αρχής αορίστου χρόνου, χωρίς να εμποδίζει το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος (αφού τούτο αναφέρεται σε συμβάσεις που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες), το δικαστήριο υποχρέωσε τον αντίδικο Δήμο να επαναπροσλάβει τους ενάγοντες εργαζόμενους, καθώς αποτελούσε παράνομη καταγγελία η εκ μέρους του μη αποδοχή των υπηρεσιών τους κατά τη λήξη των συμβάσεών τους, που καταχρηστικώς είχαν ονομασθεί ως ορισμένου χρόνου (βλ. αντίστοιχα ΜΕφΑθ 2050/2023, 2583/2024).

Δικηγόρος Εργατολόγος

Είναι δυνατή η μετατροπή σύμβασης ορισμένου χρόνου σε αορίστου, στο Δημόσιο;