της Πελαγίας Τριχάκη , Νομικής Συνεργάτιδας
στη Δικηγορική Εταιρεία «Καρούζος Γιάννης & Συνεργάτες»
Με τον όρο “whistleblowing” αποδίδεται η καταγγελία (σε δημόσιες αρχές ή μέσω ανακοίνωσης «δια του τύπου») των παράνομων τακτικών του εργοδότη, εκ μέρους εργαζομένου του, για την προστασία του ίδιου ή του δημοσίου συμφέροντος (π.χ. σοβαρή μόλυνση του περιβάλλοντος, διάθεση τροφίμων επικίνδυνων για τη δημόσια υγεία, υποθέσεις διαφθοράς κ.λ.π.). Συνιστά, όμως, η καταγγελία αυτή παραβίαση της υποχρέωσης εχεμύθειας του εργαζομένου προς τον εργοδότη του; Εντός ποιων ορίων είναι αυτή επιτρεπτή;
Κατ’ αρχάς, ο εργαζόμενος οφείλει να επιδεικνύει εχεμύθεια μόνο ως προς τα μυστικά της επιχείρησης για την προστασία των οποίων ο εργοδότης έχει δικαιολογημένο συμφέρον και που κρίνονται άξια προστασίας. Θα ήταν αντιφατικό, άλλωστε, ο εργοδότης να αναμένει ότι ο εργαζόμενος δεν θα καταγγείλει ή δημοσιοποιήσει παραβατικές συμπεριφορές και τακτικές αυτού, εφόσον η εργατική νομοθεσία παρέχει στον ίδιο το δικαίωμα καταγγελίας στις αρμόδιες αρχές σχετικών παραβάσεων. Επομένως, η άποψη που παλαιότερα είχε διατυπωθεί στη γερμανική έννομη τάξη ̶ την οποία συχνά ακολουθεί η ελληνική ̶ ότι η υποχρέωση εχεμύθειας καλύπτει και παράνομες συμπεριφορές του εργοδότη, είναι εσφαλμένη.
O ν. 4990/2022 ̶ που ενσωμάτωσε την Οδηγία της Ε.Ε. 2019/1937 ̶ εισάγει το πλαίσιο προστασίας των εργαζομένων που καταφεύγουν σε “whistleblowing”. Έτσι, οι αναφέροντες παραβιάσεις δικαιούνται προστασίας, εφόσον, κατά τον χρόνο της αναφοράς είχαν βάσιμους λόγους να θεωρούν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις αναφερόμενες παραβάσεις ήταν αληθείς. Μάλιστα, τα πρόσωπα αυτά δεν μπορούν να δημοσιοποιήσουν στοιχεία αναφορικά με την παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη, εάν δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος για το δημόσιο συμφέρον ή εάν δεν έχουν προσφύγει πρώτα σε καταγγελίες εντός της επιχείρησης ή στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.), δεδομένης της ζημίας που θα προκαλέσει στη φήμη της επιχείρησης μια τέτοια δημοσιοποίηση.
Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι ο ν. 4990/2022 προστατεύει τους αναφέροντες τις παραβάσεις που απαριθμούνται αποκλειστικά σε αυτόν. Έτσι, από τον εν λόγω νόμο προστατεύονται, ενδεικτικά, όσοι αναφέρουν παραβάσεις που αφορούν στην ασφάλεια των μεταφορών, στην προστασία των καταναλωτών, στο «ξέπλυμα» μαύρου χρήματος και στη μεταχείριση των ζώων· η δε καταγγελία εργοδότη εκ μέρους εργαζομένου του για απλήρωτες υπερωρίες, για παράδειγμα, δεν θεωρείται “whistleblowing” και ο αναφέρων δεν προστατεύεται από αυτόν τον νόμο.
Εξάλλου, καθώς και εδώ γίνεται στάθμιση μεταξύ αφενός του συμφέροντος του εργοδότη για προστασία του κύρους της επιχείρησής του και αφετέρου της ελευθερίας έκφρασης του εργαζομένου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων το Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) έχει διαμορφώσει κάποια κριτήρια αναφορικά με το επιτρεπτό ή μη της δημοσιοποίησης των παράνομων συμπεριφορών του εργοδότη. Τέτοια κριτήρια είναι η τήρηση της αρχή της αναλογικότητας (το επιδιωκόμενο συμφέρον να μην μπορεί να προστατευθεί με ηπιότερα μέσα), εάν και σε ποια έκταση η κοινή γνώμη έχει εύλογο ενδιαφέρον για τα δεδομένα που δημοσιοποιούνται, τυχόν κακόπιστα κίνητρα του εργαζομένου, καθώς και η βασιμότητα των πληροφοριών.
Επισημαίνεται ότι η ελληνική νομοθεσία προσφέρει προστασία των whistleblowers από την απόλυση, καθώς και από κάθε δυσμενή μεταχείρισή τους που οφείλεται στην αναφορά αυτή. Οι αναφέροντες, μάλιστα, δεν έχουν καμία ευθύνη για την πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται, εφόσον η πρόσβαση και επεξεργασία αυτή δεν συνιστά αυτοτελώς ποινικό αδίκημα.
Συνεπώς, η υποχρέωση πίστης απέναντι στον εργοδότη δεν αποτελεί από μόνη της επαρκή λόγο μη καταγγελίας τυχόν παρανομιών του εργοδότη εκ μέρους του εργαζόμενου. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκείται από τον εργαζόμενο και πάντως κάθε φορά σε συμμόρφωση με τις επιταγές του ν. 4999/2022· άλλως ο εργαζόμενος δεν προστατεύεται από αξιώσεις του εργοδότη για αποκατάσταση ενδεχόμενης προκληθείσας ζημίας.