Το νέο Πειθαρχικό Δίκαιο των Δημοσίων Υπαλλήλων

0
273

Της Μαριάννας Καρούζου – Κατσιάδα, Δικηγόρου – Δημοσιολόγου*.

Με το νέο νομικό πλαίσιο που ψήφισε η Βουλή για το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων εισάγονται εκτεταμένες και ουσιώδεις αλλαγές, οι οποίες αναδιαμορφώνουν το τοπίο της πειθαρχικής ευθύνης στον δημόσιο τομέα. Οι ρυθμίσεις καταδεικνύουν τη σαφή βούληση του νομοθέτη να αντιμετωπίσει τις χρόνιες παθογένειες του συστήματος, που μέχρι σήμερα χαρακτηρίζονταν από βραδύτητα, αναποτελεσματικότητα και έλλειψη κύρους.

Κυριότερο στοιχείο της μεταρρύθμισης αποτελεί η διεύρυνση των πειθαρχικών παραπτωμάτων και ποινών με έμφαση στη συμμετοχή των υπαλλήλων στη διαδικασία αξιολόγησης. Η άρνηση συμμετοχής υπαλλήλου – είτε ως αξιολογητή είτε ως αξιολογούμενου – αναγορεύεται πλέον σε πειθαρχικό αδίκημα, με ποινές που κυμαίνονται από πρόστιμο ίσο με δύο μηνιαίες αποδοχές έως και την οριστική παύση σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης άρνησης επί δύο έτη.  Εδώ, διαφαίνεται η πρόθεση του νομοθέτη να συνδέσει οργανικά την αξιολόγηση με την δημοσιοϋπαλληλική σχέση, αναδεικνύοντας την ως θεμελιώδη υποχρέωση του υπαλλήλου και όχι ως τυπική διαδικασία χωρίς συνέπειες.

Παράλληλα, εισάγεται αυστηρότερο καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας. Πλέον, η άσκηση ποινικής δίωξης για κακούργημα, ανεξαρτήτως αντικειμένου, συνεπάγεται απομάκρυνση από την υπηρεσία, ενώ το ίδιο ισχύει και για κάθε περίπτωση στέρησης της προσωπικής ελευθερίας. Με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης επιχειρεί να διαφυλάξει το κύρος της δημόσιας διοίκησης και την εμπιστοσύνη του πολίτη σε αυτή, ακόμη και αν προτού επέλθει τελεσίδικη δικαστική κρίση.

Στο πεδίο τώρα των πειθαρχικών ποινών, εισάγονται νέες μορφές κύρωσης, όπως η στέρηση ή η αφαίρεση μισθολογικών κλιμακίων και η απαγόρευση ανάληψης καθηκόντων προϊσταμένου. Επίσης, προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα μεταξύ 3.000 € και 100.000 €, που προσδίδουν οικονομική βαρύτητα σε παραπτώματα ιδιαιτέρως επιζήμια για το Δημόσιο. Ενδιαφέρον και καινοτόμο στοιχείο αποτελεί η «πειθαρχική συνδιαλλαγή», η οποία κατ΄αναλογία προς το ποινικό δίκαιο, επιτρέπει στον υπάλληλο να ζητήσει ευνοϊκότερη ποινή εφόσον δεν έχει προκληθεί οικονομική ζημία ή αυτή έχει αποκατασταθεί.

Η μεγαλύτερη ωστόσο θεσμική τομή συνίσταται στην κατάργηση των συλλογικών πειθαρχικών οργάνων και στη δημιουργία του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρωπίνου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, το οποίο θα στελεχώνεται αποκλειστικά από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η μεταρρύθμιση αυτή στοχεύει στη συγκέντρωση της πειθαρχικής δικαιοδοσίας σε ένα εξειδικευμένο και αμερόληπτο όργανο, με αποκλειστική απασχόληση και αρμοδιότητα, ώστε να εξαλειφθούν οι χρόνιες καθυστερήσεις. Ωστόσο, η απομάκρυνση των εκπροσώπων των εργαζομένων από τα όργανα αυτά γεννά ζητήματα νομιμοποίησης και ελλείματος συμμετοχής, καθώς αφαιρείται η δυνατότητα συνδιαμόρφωσης της κρίσης με την παρουσία αιρετών εκπροσώπων.

Όσον αφορά τα νέα μέτρα για το κώλυμα του επαναδιορισμού αποσκοπούν στην ενίσχυση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης. Ωστόσο, η ρύθμιση που προβλέπει ότι το κώλυμα αυτό καταλαμβάνει και όσους έχουν παραιτηθεί πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία, δημιουργεί ερμηνευτικά ερωτήματα σε σχέση με την οικειοθελή παραίτηση.

Συλλήβδην, η βούληση του νομοθέτη μόνο σαφής μπορεί να χαρακτηριστεί. Επιδιώκεται αφενός η αποκατάσταση της πειθαρχικής ευθύνης ως πραγματικού και αποτελεσματικού εργαλείου διοικητικού ελέγχου και αφετέρου ενισχύεται η διαφάνεια, η λογοδοσία και η αποδοτικότητα της δημόσιας διοίκησης. Πάρα ταύτα, δεν μπορούν να παραβλεφθούν τα προβλήματα που πιθανώς θα ανακύψουν. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται αναντίρρητα ο κίνδυνος της υπερβολικής αυστηροποίησης και ποινικοποίησης της δημοσιοϋπαλληλικής δραστηριότητας. Επιπλέον, το ενδεχόμενο παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας αναφορικά με την οριστική παύση λόγω μη συμμετοχής στην αξιολόγηση είναι παραπάνω από υπαρκτό, ενώ το έλλειμα συμμετοχικότητας εξαιτίας του αποκλεισμού των εργαζομένων από τα νέα πειθαρχικά όργανα γεννά εύλογες υπόνοιες – ένεκα της αποστασιοποίησης του Ενιαίου Πειθαρχικού Συμβουλίου από τις ιδιαιτερότητες της κάθε υπηρεσίας – σε μη ορθές τοποθετήσεις και εκ τούτου κρίσεις.

Κατόπιν τούτων μπορεί οι μεταρρυθμίσεις αυτές να αντανακλούν τη βούληση του νομοθέτη για ένα περισσότερο αξιόπιστο και λειτουργικό πειθαρχικό σύστημα αλλά οι επιτυχία τους θα εξαρτηθεί από την ορθή εφαρμογή των διατάξεων, ώστε να επέλθει ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη αποτελεσματικού ελέγχου και στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων.


*Η Μαριάννα Καρούζου – Κατσιάδα είναι Δικηγόρος, με εξειδίκευση σε θέματα διοικητικού, ιδίως δημοσιοϋπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου, με μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα του δημοσίου δικαίου και πολιτικής επιστήμης, καθώς και συνεργάτης του Δικηγορικού Γραφείου Γιάννης Καρούζος & Συνεργάτες.