Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου.
Προβληματισμό προκαλούν τα προσφάτως δημοσιευθέντα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Μισθών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που αφορούν στα ποσοστά κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε οκτώ ευρωπαϊκές χώρες που συμμετέχουν στο Παρατηρητήριο, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέδωσε ήδη το 2022 την Οδηγία (ΕΕ) 2022/2041 με σκοπό την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού στα κράτη-μέλη, πλην όμως τα τελευταία ̶ και ιδίως η Ελλάδα ̶ δεν φαίνεται να κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.
Η Οδηγία (ΕΕ) 2022/2041 «για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση» αναφέρεται ρητά στην εξέχουσα σημασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό επαρκών κατώτατων μισθών στα κράτη-μέλη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μάλιστα, έθεσε με την εν λόγω Οδηγία ένα νέο όριο αναφορικά με το ποσοστό των εργαζομένων που πρέπει να καλύπτεται από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις: αυτό του 80%. Όσα κράτη-μέλη δεν έχουν επιτύχει το ως άνω ποσοστό κάλυψης οφείλουν να καταρτίσουν πλαίσιο που θα περιλαμβάνει τους πρόσφορους τρόπους δράσης, καθώς και σχέδιο δράσης που θα αφορά στην ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Προς ενσωμάτωση της ως άνω Οδηγίας, η Ελλάδα θέσπισε τον ν. 5163/2024 · παρά την ενσωμάτωση αυτή, όμως, το ως άνω σχέδιο δράσης δεν έχει καταρτισθεί ακόμα στην Ελλάδα, καθώς η υποβολή προτάσεων για την κατάρτιση του σχεδίου είναι ακόμη εκκρεμής.
Τα ευρωπαϊκά κράτη βρίσκονται, σε γενικές γραμμές, μακριά από τον προαναφερθέντα στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Το μεγαλύτερο ποσοστό κάλυψης κατέχει η Αυστρία, με την κάλυψη αυτή να ανέρχεται, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2025, σε ποσοστό 75.3% · το δε ποσοστό αυτό, όμως, αν και το μεγαλύτερο σε σύγκριση με τα λοιπά ευρωπαϊκά κράτη, ακολουθεί μία ελαφρά πτωτική πορεία. Στην κατάταξη ακολουθεί η Ολλανδία, ενώ στις χώρες της νότιας Ευρώπης το ποσοστό ανέρχεται, περίπου, στο 40%, και βαίνει μειούμενο ανά τρίμηνο του 2025: ενδεικτικά, στην Ιταλία, το ποσοστό ανερχόταν στο 47.3% κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους, μειώθηκε στο 47.1% κατά το δεύτερο τρίμηνο, και, τελικά, κατά το τρίτο τρίμηνο, έφτασε στο ποσοστό του 46.8%.
Στην τελευταία θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών που συμμετέχουν στο Παρατηρητήριο βρίσκεται η Ελλάδα, με το ποσοστό κάλυψης εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις να έχει φτάσει, αυτή τη στιγμή, σε ποσοστό μικρότερο του 10%. Αναλυτικότερα, ο μέσος όρος κάλυψης ανερχόταν, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025 σε ποσοστό 19.3% , κατά το δεύτερο τρίμηνο σε 16.1% και, τελικά, κατά το τρίτο τρίμηνο σε ποσοστό, μόνο, 8.6! Γίνεται αντιληπτό, έτσι, ότι στην Ελλάδα σημειώνεται αφενός το χαμηλότερο ποσοστό κάλυψης εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αφετέρου η μεγαλύτερη πτωτική του ως άνω ποσοστού κατά το έτος 2025 μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών!
Φυσικά, σημαντικό ρόλο στα ως άνω χαμηλά ποσοστά κάλυψης στην Ελλάδα διαδραμάτισε η εκτενής περίοδος της οικονομικής κρίσης και η ψήφιση της Π.Υ.Σ. 6/2012, του γνωστού «μνημονιακού νόμου», που αποτέλεσε τη συνέπεια της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Ενδεικτικά, με την ως άνω Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου καταργήθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας αόριστης διάρκειας, περιορίστηκε η περίοδος της μετενέργειας ̶ δηλαδή της ισχύος της συλλογικής σύμβασης μετά τη λήξη της ̶ και καταργήθηκε η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία.
Συνεπώς, η δραματική υποχώρηση των ποσοστών κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις, όπως καταγράφεται στα πρόσφατα ευρωπαϊκά δεδομένα, και ιδίως η θλιβερή πρωτιά της Ελλάδας προς τα κάτω, καταδεικνύουν με σαφήνεια ότι η συλλογική αυτονομία – δηλαδή το θεμελιώδες δικαίωμα των κοινωνικών εταίρων να ρυθμίζουν ελεύθερα τους όρους εργασίας μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων – τελεί υπό διαρκή υπονόμευση. Οι νομοθετικές παρεμβάσεις της μνημονιακής περιόδου, με αποκορύφωμα την Π.Υ.Σ. 6/2012, δεν αποδόμησαν μόνο θεσμούς, αλλά αποδυνάμωσαν δομικά τη λειτουργία της συλλογικής αυτονομίας ως εγγύηση κοινωνικής ισορροπίας και εργασιακής προστασίας. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2041 αποτελεί, συνεπώς, την αρχή μιας απαιτητικής προσπάθειας ανασυγκρότησης. Για να καταστεί, όμως, ουσιαστική, προϋποτίθεται η θεσμική αποκατάσταση και ενίσχυση της συλλογικής αυτονομίας, όχι μόνο ως νομική αρχή, αλλά ως ζωντανή, κοινωνικά λειτουργική πραγματικότητα.