ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΚΑΤΟΠΙΝ ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΗΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΚΗΣ ΜΗΝΥΣΗΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΘΩΤΟΥ

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΑΕΕ ΣΕ 354 ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ ΛΟΓΩ ΘΑΝΑΤΟΥ
September 11, 2018
ΠΟΤΕ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΑΔΕΙΑΣ & ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΥΜΕΝΟ;
September 11, 2018
Share

Του Γ.Κ. Καρούζου, Δικηγόρου, ειδικευμένου στο Εργατικό και το Συνδικαλιστικό Δίκαιο

Όπως είναι γνωστό, ο εργοδότης δικαιούται να προβεί σε καταγγελία της εργασιακής σχέσεως, χωρίς να καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης στον απολυθέντα εργαζόμενο, αν εναντίον του τελευταίου υπεβλήθη προγενεστέρως  μήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή αν απαγγέλθηκε εναντίον του κατηγορία για αδίκημα, που έχει το χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Τι συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης απέλυσε τον εργαζόμενο αφότου υπέβαλε προσχηματική μήνυση εναντίον του, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να αποφύγει την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης; Περαιτέρω, τι συμβαίνει όταν ο εργοδότης κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας επ’ αφορμής προγενέστερης υποβολής μηνύσεως εις βάρος του μισθωτού, διαπιστώνεται όμως ότι πραγματικό κίνητρο της εν λόγω καταγγελίας δεν ήταν η υποβολή μηνύσεως κατά του μισθωτού αλλά άλλοι λόγοι – κίνητρα αποδοκιμαζόμενα από την έννομη τάξη (εχθρότητα στο πρόσωπο του μισθωτού, αισθήματα εκδικητικότητας κλπ.);

Ως είναι γνωστό, προκειμένου για την εγκυρότητα της εκ μέρους του εργοδότη καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας απαιτείται, μεταξύ άλλων, τόσο η επίδοση του σχετικού εγγράφου της καταγγελίας, όσο και η καταβολή της οριζόμενης εκ του νόμου αποζημίωσης απόλυσης (άρθρο 5 παρ.3 του Ν. 3198/1955). Ωστόσο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί αζημίως από τον εργοδότη δηλ. χωρίς υποχρέωσή του προς καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, και χωρίς να τηρηθεί ο απαιτούμενος έγγραφος τύπος της καταγγελίας, εφόσον, κατά του εργαζόμενου (υπαλλήλου ή εργάτη), υποβλήθηκε μήνυση για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή απαγγέλθηκε εις βάρος του κατηγορία για αδίκημα, το οποίο φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος (κατόπιν μήνυσης ακόμη και τρίτου και όχι απαραίτητα του εργοδότη). Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω διάταξης είναι η υποβολή της μήνυσης ή η απαγγελία  της κατηγορίας εις βάρος του εργαζόμενου να προηγηθούν της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, έστω και κατ’ ελάχιστο. Άλλως η τελευταία είναι άκυρη και ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος, αν δεν καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση στον εργαζόμενο, κατά τη στιγμή της καταγγελίας.

Φυσικά, στην περίπτωση κατά την οποία ο μισθωτός απαλλαγεί της κατηγορίας με βούλευμα ή δικαστική απόφαση  δικαιούται να ζητήσει να του καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, αφότου κοινοποιήσει στον εργοδότη αντίγραφο του απαλλακτικού βουλεύματος ή της δικαστικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το διαπραχθέν αδίκημα (ανεξαρτήτως της βαρύτητάς του) πρέπει να επηρεάζει ουσιαστικά και δυσμενώς την ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης. Θα πρέπει δηλαδή, υπό τις διαμορφωμένες συνθήκες, εξαιτίας αυτού να έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα η εμπιστοσύνη μεταξύ των μερών, σε σημείο που να καθίσταται δυσχερής η εξακολούθηση της ισχύος της σύμβασης εργασίας.

Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι, στην περίπτωση όπου ο εργοδότης κατήγγειλε την εργασιακή σχέση λόγω προγενέστερης υποβολής μηνύσεως κατά του μισθωτού ή απαγγελίας κατηγορίας για αδίκημα σε βαθμό τουλάχιστον πλημμελήματος, η εν λόγω καταγγελία ελέγχεται από πλευράς καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, ακόμη και αν ο μισθωτός τελικά καταδικάσθηκε για την αξιόποινη πράξη του, ένεκα της οποίας απολύθηκε. Έτσι, κρίθηκε από τα ελληνικά δικαστήρια ότιαν πραγματικό κίνητρο της απόλυσης του εργαζομένου δεν είναι η υποβολή κατ’ αυτού μήνυσης, αλλά άλλοι λόγοι- κίνητρα αποδοκιμαζόμενα από την έννομη τάξη (όπως εχθρότητα στο πρόσωπο του μισθωτού, εκδικητικότητα κλπ), η συντελεσθείσα καταγγελία κρίνεται άκυρη ως καταχρηστική.

Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης κατήγγειλε την εργασιακή σύμβαση κατόπιν υποβολής μηνύσεως εν γνώσει της αθωότητας του μισθωτού του, προκειμένου προσχηματικά, να αποφύγει τη χορήγηση αποζημίωσης. Στην περίπτωση δηλαδή όπου ο εργοδότης υπέβαλε προσχηματική μήνυση με στόχο την ικανοποίηση κινήτρου, αποδοκιμαζόμενου από την έννομη τάξη (λ.χ. εχθρότητας στο πρόσωπο του εργαζομένου, εκδικητικότητας κλπ.) προκειμένου να απαλλαγεί από τον ανεπιθύμητο μισθωτό του, συνάμα να απαλλαγεί της εργοδοτικής του υποχρεώσεως περί καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, η επελθούσα καταγγελία της εργασιακής σχέσεως κρίνεται άκυρη ως καταχρηστική.

Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, ήτοι εγκύρως λαμβάνει χώρα και χωρίς αιτιολόγηση από τον καταγγέλοντα. Παρότι δε ο νόμος θεσπίζει το αναιτιώδες της καταγγελίας της συμβάσεως, σε κάθε περίπτωση τίθεται ως αυστηρό όριο η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να προβαίνει σε καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα του εργοδότη να προβαίνει μονομερώς και χωρίς αιτιολόγηση σε απόλυση των μισθωτών του, δεν είναι ανεξέλεγκτο και απεριόριστο, αλλά υπόκειται στην κρίση των δικαστηρίων, δηλαδή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εξετάζεται εάν η απόλυση έγινε σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και τα χρηστά ήθη, καθώς επίσης και εάν τυχόν αντίκειται στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Η προφανής δε υπέρβαση των ανωτέρω ορίων έχει σαν αποτέλεσμα την ακυρότητα της γενόμενης απόλυσης, οπότε ο εργοδότης αρνούμενος να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες του μισθωτού, περιέρχεται σε υπερημερία και υποχρεούται πλέον να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας. Έτσι, σε εφαρμογή του άρθρου 281 Αστικού Κώδικα (περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος) προβαίνουν χωρίς δισταγμό τα δικαστήρια, όταν αποδεικνύεται ότι η γενόμενη απόλυση δεν δικαιολογείται από το καλώς νοούμενο επαγγελματικό συμφέρον της επιχείρησης ή από άλλες αντισυμβατικές ενέργειες του εργαζομένου, από τις οποίες τυχόν επηρεάστηκε ο κανονικός ρυθμός της εργασίας άλλα πραγματικό κίνητρο αυτής υπήρξε η ικανοποίηση από τον εργοδότη αισθήματος εκδίκησης και πάθους που είχε κατά του μισθωτού.

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας κατόπιν προγενέστερης υποβολής προσχηματικής μήνυσης εις βάρος του μισθωτού, ο τελευταίος δικαιούται είτε να αποδεχθεί την απόλυσή του ως έγκυρη και, θεωρώντας ότι έληξε η σύμβαση εργασίας του, να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης εντός εξάμηνηςαποσβεστικής προθεσμίας (άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 3198/1955), είτε να προσβάλει την καταγγελία της εργασιακής του συμβάσεως ως άκυρη εντός τρίμηνης προθεσμίας (άρθρο 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955), και να ζητήσει την πληρωμή των αποδοχών του λόγω της υπερημερίας του εργοδότη να αποδεχτεί τις υπηρεσίες του, με άλλα λόγια να αξιώσει μισθούς υπερημερίας.

Με το ανωτέρω αναγραφέν θέμα ασχολήθηκε η -μεγάλου επιστημονικού ενδιαφέροντος- μόλις εκδοθείσα υπ’ αριθμ. 4732/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την εν λόγω απόφαση απασχόλησε η περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου μιας εργαζομένης, κατόπιν υποβολής εκ μέρους της εργοδότριάς της ψευδούς και προσχηματικής μήνυσης εις βάρος της. Η άνω εργαζόμενη στράφηκε με αγωγή κατά της εργοδότριας εταιρείας της ζητώντας να αναγνωριστεί η ακυρότητα της συντελεσθείσας καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της, για το λόγο ότι αυτή ήταν καταχρηστική καθ’ ότι έγινε για λόγους εκδίκησης, περαιτέρω δε να υποχρεωθεί η εργοδότριά της να της καταβάλλει μισθούς υπερημερίας για το διάστημα μετά την επελθούσα καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της και μέχρι την ημερομηνία άσκησης της υπό κρίση αγωγής της.

Ειδικότερα, αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η ως άνω εργαζόμενη απασχολούνταν στις υπηρεσίες της εργοδότριας εταιρείας της με την ειδικότητα της ακτινοτεχνικού, ειδικότητα η οποία δικαιολογούσε την ασφάλισή της στο ΙΚΑ στον κλάδο των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων. Και ενώ επί σειρά ετών η εργοδότρια εταιρεία κατέβαλε τις εισφορές για την υπαγωγή της εν λόγω εργαζομένης στην ασφάλιση των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, σε ανύποπτο χρόνο αυτή μετέβαλε τον κωδικό της ειδικότητάς της ασφάλισής της εν λόγω εργαζόμενης στο ΙΚΑ, ώστε πλέον να μην δικαιούται η τελευταία ένσημα για βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, κατ’ επέκταση να μην τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση της το μειωμένο όριο ηλικίας για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος. Περαιτέρω, λόγω των έντονων διαμαρτυριών της, της ζητηθηκε από την εργοδότρια της να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση σύμφωνα με την οποία δήλωνε ότι απασχολούνταν σε αυτήν με την ειδικότητα του Χειριστή Αξονικού Τομογράφου και Ακτινοθεραπευτικών Μηχανημάτων, ειδικότητα η οποία δικαιολογούσε την μεταβολή της ασφάλισής της από τα βαρέα και ανθυγιεινά στα απλά. Η εν λόγω εργαζόμενη υπέγραψε τη σχετική δήλωση προσθέτοντας στο τέλος ιδιογράφως τις λέξεις «και κλασικού Ακτινολογικού», σύμφωνα με τις οποίες κωλύονταν η ανωτέρω μεταβολή, με αποτέλεσμα να παραμείνει ασφαλισμένη στο κλάδο των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων.

Κατόπιν των ανωτέρω, η εργοδότρια εταιρεία υπέβαλε μήνυση σε βάρος της εργαζομένης, κατηγορώντας την ότι ανέγραψε κάποιες φράσεις που ήταν γραμμένες με στυλό σε ημερολόγιο τοίχου, αναρτημένου στον εργασιακό της χώρο. Επ’ αφορμής αυτών, την κατηγόρησε ότι τέλεσε την πράξη της δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας, καθώς υποστήριξε ότι οι εν λόγω φράσεις την εμφάνιζαν να έχει μειωμένο κύκλο εργασιών, να επίκειται η διακοπή λειτουργίας τμήματός της, νε εκτελεί παράνομες ακτινογραφίες σε ασθενείς άνω των 70 ετών, να μην καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές στους εργαζομένους της, να εκμεταλλεύεται του εργαζομένους της κλπ. Εξ αυτού του λόγου, προέβη στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της χωρίς να της καταβάλει την αποζημίωση απόλυσης.

Το Εφετείο εξετάζοντας και διαπιστώνοντας ότι δεν στοιχειοθετούνται οι όροι τόσο  της αντικειμενικής όσο και της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω αδικήματος της δυσφημήσεως ανώνυμης εταιρείας (άρθρο 364 παρ.1 Ποινικού Κώδικα), συνήγαγε από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως ότι η πραγματική αιτία της απόλυσης της εργαζομένης ήταν η εκ μέρους της διεκδίκηση του δικαιώματός της ασφάλισής της στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα και όχι η δήθεν αξιόποινη πράξη που της αποδόθηκε. Με άλλα λόγια, ότι οι επίμαχες φράσεις, για τις οποίες κατηγορήθηκε η εργαζομένη, χρησιμοποιήθηκαν από την εργοδότρια της με σκοπό να καταγγείλει αυτή τη σύμβαση εργασίας της. Κατέληξε έτσι στο ότι η απόλυση της εργαζομένης ήταν καταχρηστική, γιατί έγινε για λόγους εμπάθειας και εκδικητικότητας των εκπροσώπων της εργοδότριας στο πρόσωπο της εργαζομένης, ως εκ τούτου ήταν άκυρη, διότι υπερβαίνει τα αξιολογικά όρια του άρθρου 281 Αστικού Κώδικα (περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος), καθ’ ότι η εργαζομένη δεν τέλεσε την αξιόποινη πράξη που προσχηματικά  της απέδωσαν  με ψευδή μήνυση για να δικαιολογήσουν την απόλυσή της. Έτσι κρίνοντας, επιδίκασε στην εργαζομένη τους αξιούμενους με την ασκηθείσα αγωγή της μισθούς υπερημερίας, επιδικάζοντας της συνάμα και ένα κονδύλιο για την αποκατάσταση της προξενηθείσας ηθικής της βλάβης καθ’ ότι έκρινε ότι από την συμπεριφορά της εργοδότριάς της προσεβλήθη η προσωπικότητά της ως ατόμου και ως υπαλλήλου.

Κατόπιν τούτων, σημειωτέον είναι ότι το Εφετείο στην ανωτέρω αναγραφείσα απόφαση του εξέτασε αν η εκ μέρους της εναγομένης δήθεν αναγραφή των ανωτέρω φράσεων ήταν ικανή να στοιχειοθετήσει το ποινικό αδίκημα της δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας, καθ’ όσον εν συνεχεία απέκλεισε την στοιχειοθέτηση του άνω αδικήματος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συντελεσθείσα καταγγελία της εργασιακής σύμβασης ήταν προσχηματική ως καταχρηστική, άρα εκ του λόγου αυτού άκυρη, καθώς διαπίστωσε ότι η εργοδότρια εταιρεία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας όχι επειδή δήθεν τέλεσε η εργαζόμενη την αξιόποινη πράξη για την οποία υπέβαλε εναντίον της μήνυση αλλά επειδή στην πραγματικότητα η εργαζόμενη αρνήθηκε να συναινέσει στην μεταβολή του κωδικού ειδικότητας, που είχε ως συνέπεια την απαλλαγή της από την καταβολή εισφορών για βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, που έως τότε της κατέβαλε. Με τον τρόπο αυτό, εισχώρησε στην ουσία της ποινικής υπόθεσης, τολμώντας την έρευνα περί του αν πληρούνται τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του υπό κρίση αδικήματος της δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας, αν με άλλα λόγια πράγματι τέλεσε η εν λόγω εργαζόμενη το υπό κρίση ποινικό αδίκημα.