Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι το έσχατο μέσο.
Η τροποποιητική καταγγελία είναι ηπιότερο της απόλυσης μέτρο. Είναι η καταγγελία που γίνεται υπό τον όρο ότι ο εργαζόμενος θα απορρίψει την τροποποίηση των όρων της εργασίας που του προτείνει ο εργοδότης. Σκοπός της δεν είναι η λύση της σύμβασης εργασίας, αλλά η συνέχιση της με διαφορετικούς όρους εργασίας. Η καταγγελία αυτή λειτουργεί ως μέσο πίεσης για την αποδοχή των νέων όρων εργασίας. Η πρωτοβουλία τροποποίησης των όρων εργασίας ανήκει στον εργοδότη και όχι στον εργαζόμενο. Αυτός φέρει το βάρος να προτείνει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα εναλλακτικής απασχόλησης, από τους όρους που του προτείνει. Αν δεν το πράξει, τότε αναλαμβάνει τον κίνδυνο, σε περίπτωση δίκης, να κριθεί η απόλυση καταχρηστική. Η καταγγελία που ακολουθεί την άρνηση του εργαζομένου να δεχθεί τη μεταβολή αυτή, δεν είναι καταχρηστική, αφού ο εργοδότης σε μία σύμβαση αορίστου χρόνου ασκεί το νόμιμο δικαίωμα του να την καταγγείλει οποτεδήποτε. Η καταγγελία σε αυτή την περίπτωση δεν γίνεται για λόγους εκδίκησης, αλλά αποτελεί άσκηση νόμιμου δικαιώματος.