Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου
Τα άμισθα Υποθηκοφυλακεία εμφανίζονται με διφυή χαρακτήρα όσον αφορά την εφαρμογή της κοινής εργατικής νομοθεσίας σε αυτά. Υφίσταται διχογνωμία ως προς τη φύση τους. Η μία άποψη τάσσεται υπέρ της θεώρησης των άμισθων υποθηκοφυλακείων ως δημόσιων υπηρεσιών (Ληξουριώτης, ΔΕΝ 2013, 1585) που υπόκεινται στην εποπτεία της διοίκησης. Η αντίθετη άποψη δεν παραβλέπει τον ιδιωτικό χαρακτήρα των εργασιακών σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στον υποθηκοφύλακα και τους υπαλλήλους του. Αυτό συνεπάγεται, κατά τη γνώμη αυτή, την αντιμετώπιση των άμισθων υποθηκοφυλακείων ως κοινών επιχειρήσεων (Βλαστός, ΔΕΝ 2013, 1345). Η αποδοχή της μίας ή της άλλης άποψης έχει καθοριστικές συνέπειες σε μείζονα θέματα του εργατικού δικαίου στο πλαίσιο των άμισθων υποθηκοφυλακείων. Ως σημαντικότερα από αυτά διακρίνουμε την ευθύνη για την καταβολή αποδοχών στους υπαλλήλους του υποθηκοφυλακείου και την εφαρμογή της εκ περιτροπής εργασίας σε αυτά. Γι’ αυτό, de lege ferenda, ορθό είναι να σταθμίζονται όλοι οι παράγοντες που καθορίζουν τη λειτουργία ενός άμισθου υποθηκοφυλακείου, ώστε να κριθεί ποιες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας συνάδουν με τη φύση του.
Προκειμένου να διαπιστώσουμε αν εφαρμόζεται η κοινή εργατική νομοθεσία στα άμισθα υποθηκοφυλακεία, είναι αδήριτη ανάγκη να εξετάσουμε πρώτα τη νομική βάση των δύο αντίθετων απόψεων, τη ratio τους και πρωτίστως τις συνέπειές τους στις εργασιακές σχέσεις.
Ξεκινώντας από την άποψη που αποδοκιμάζει την εφαρμογή της κοινής εργατικής νομοθεσίας στα άμισθα υποθηκοφυλακεία, αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή ταυτίζεται με τη στάση της διοίκησης. Το ίδιο το Υπουργείο Δικαιοσύνης αρνείται να δεχτεί τη λειτουργία των άμισθων υποθηκοφυλακείων ως κοινών επιχειρήσεων. Θεωρεί ότι πρόκειται για αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες (Ληξουριώτης, ΔΕΝ 2013, 1585) που υπόκεινται στον έλεγχό του. Ο δε υποθηκοφύλακας αντιμετωπίζεται ως δημόσιος λειτουργός, συνεπώς στερείται τα δικαιώματα του κοινού εργοδότη, όπως το διευθυντικό δικαίωμα (Ληξουριώτης, ΔΕΝ 2013, 1585). Τέλος, η διοίκηση θεωρεί ότι ανάμεσα στον υποθηκοφύλακα και τους υπαλλήλους του υποθηκοφυλακείου δεν καταρτίζεται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (Υπουργείο Δικαιοσύνης, έγγραφο υπ’αριθμ.49.342/25-2-2011, Υπουργείο Δικαιοσύνης, έγγραφο υπ’ αριθμ. 64959/27-11-2012).
Επομένως, κατά την άποψη αυτή δε δικαιολογείται η εφαρμογή της κοινής εργατικής νομοθεσίας στα άμισθα υποθηκοφυλακεία λόγω της φύσης τους και του χαρακτήρα των εργασιακών σχέσεων που αναπτύσσονται σ’ αυτό. Σημειωτέον δε , ότι η σχέση εργασίας μεταξύ του υποθηκοφύλακα και των υπαλλήλων θεωρείται ιδιόμορφη (Ληξουριώτης, ΔΕΝ 2013, 1585) και δεν αναγνωρίζεται ως ιδιωτικού δικαίου από την άποψη αυτή.
Ως εκ τούτου, η εφαρμογή της κοινής εργατικής νομοθεσίας αποκλείεται. Συνεπώς, ο υποθηκοφύλακας δε διαθέτει την ευχέρεια να εφαρμόσει την εκ περιτροπής εργασία, σύμφωνα με το νόμο 3846/2010, όταν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της, όταν, δηλαδή, τηρείται ο έγγραφος τύπος και γνωστοποιείται η λήψη του μέτρου εντός οκτώ ημερών από την κατάρτισή του στη Επιθεώρηση Εργασίας.
Στη σύγχρονη, ωστόσο, εποχή, η απαγόρευση εφαρμογής μιας τέτοιας ρύθμισης δημιουργεί έντονες δυσχέρειες, καθόσον οι εισπράξεις των υποθηκοφυλακείων δεν επαρκούν για να καλύψουν τα έξοδά τους. Η δυνατότητα εφαρμογής της εκ περιτροπής εργασίας θα διευκόλυνε την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων, αποτρέποντας την απόλυση των υπαλλήλων του υποθηκοφυλακείου. Η διαφωνία, όμως, της διοίκησης όσον αφορά στην εφαρμογή της εκ περιτροπής εργασίας στα άμισθα υποθηκοφυλακεία δημιουργεί προσκόμματα στην αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων τους.
Ως προς το ζήτημα των αποδοχών των υπαλλήλων στα υποθηκοφυλακεία, η άποψη που τονίζει το ρόλο της διοίκησης στα υποθηκοφυλακεία και απορρίπτει την ύπαρξη εργασιακών σχέσεων ιδιωτικού δικαίου, προστατεύει τον υποθηκοφύλακα στην περίπτωση έλλειψης επαρκών εσόδων για την κάλυψη των δαπανών μισθοδοσίας. Η νομική βάση της άποψης αυτής συνίσταται στο συνδυασμό των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 1 του Ν. Δ. 811/1971, από το οποίο προκύπτει ότι ό υποθηκοφύλακας υποχρεούται μόνο να καταβάλει τις αποδοχές των υπαλλήλων παρακρατώντας αυτές από τα έσοδα των εγγραφών στο υποθηκοφυλακείο. Δεν ευθύνεται, όμως, με την προσωπική του περιουσία να εξοφλήσει τις δαπάνες μισθοδοσίας αν τα παρακρατούμενα έσοδα δεν επαρκούν (ΕφΝαυπλ 121/2011). Εφόσον, κατά τη γνώμη αυτή, ο υποθηκοφύλακας δεν έχει τη θέση κοινού εργοδότη, αλλά δικαστικού υπαλλήλου είναι εύλογο να μη φέρει την ευθύνη ιδιώτη επιχειρηματία (Ληξουριώτης, ΔΕΝ 2013, 1585).
Η άποψη αυτή είναι ιδιαίτερα προστατευτική για τον υποθηκοφύλακα, δεδομένου ότι κατά το τρέχον χρονικό διάστημα, οι εισπράξεις των υποθηκοφυλακείων δε δύνανται να καλύψουν το σύνολο των δαπανών που απαιτείται για τη λειτουργία τους. Η αποδέσμευσή του, λοιπόν, από την καταβολή μισθών εξ ιδίας περιουσίας, υποστηρίζει το δικαίωμα του στην οικονομική ελευθερία.
Συνοψίζοντας, η πρώτη άποψη που παρουσιάζουμε αρνείται την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στα άμισθα υποθηκοφυλακεία. Άρα, αποκλείεται η εφαρμογή της εκ περιτροπής εργασίας και η προσωπική ευθύνη του υποθηκοφύλακα για την καταβολή αποδοχών στους υπαλλήλους. Η μεν πρώτη συνέπεια δημιουργεί αντιξοότητες στην αντιμετώπιση του ελλείμματος πόρων, η δε δεύτερη απαλλάσσει τον υποθηκοφύλακα από την υποχρέωση καταβολής εξόδων , τα οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι σε θέση να καλύψει.
Σύμφωνα, όμως, με μερίδα της θεωρίας και της νομολογίας, τα άμισθα υποθηκοφυλακεία πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ιδιωτική, κοινή επιχείρηση (Βλαστός, ΔΕΝ 2013, 1345). Ο υποθηκοφύλακας, επομένως, έχει την ιδιότητα του κοινού εργοδότη, με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται, τα σημαντικότερα εκ των οποίων θα αναλυθούν κατωτέρω. Ο υπάλληλος από την άλλη πλευρά θεωρείται μισθωτός, ο οποίος συνδέεται με τον άμισθο υποθηκοφύλακα με ατομική σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (Βλαστός, ΔΕΝ 2013, 1345). Υπόκειται, συνεπώς, στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη και έχει αντίστοιχα αξίωση καταβολής μισθών από αυτόν.
Σύμφωνα, με αυτή τη γνώμη, η εκ περιτροπής εργασία, όχι μόνο δεν κρίνεται ως ακατάλληλη, αλλά θεωρείται απολύτως αναγκαία όταν το υποθηκοφυλακείο δεν είναι σε θέση να απασχολήσει πλήρως όλους τους εργαζομένους του. Αξίζει δε να σημειώσουμε, ότι σήμερα πολύ πιθανή είναι και η εφαρμογή της νομοθεσίας περί μονομερούς επιβολής της εκ περιτροπής εργασίας, καθώς τα περισσότερα άμισθα υποθηκοφυλακεία γνωρίζουν «περιορισμό των δραστηριοτήτων τους» (Ν.3899/2010, άρθρο 17).
Για την εφαρμογή της μονομερούς επιβολής της, απαραίτητη είναι, βέβαια, και η προηγούμενη ενημέρωση των εργαζομένων, η διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους τους και η μη εφαρμογή του μέτρου για περισσότερο από εννέα μήνες, σύμφωνα με το Ν.3899/2010, το Π.Δ/ 240/2006 και το Ν.1767/1988. Η άποψη αυτή, τάσσεται υπέρ της προστασίας των υπαλλήλων στα υποθηκοφυλακεία, καθώς προτείνει μια εναλλακτική λύση του οικονομικού αδιεξόδου, στο οποίο βρίσκονται πολλά υποθηκοφυλακεία, έναντι των απολύσεων.
Ιδιαίτερη σημασία έχει ο τρόπος που αντιμετωπίζει αυτή η άποψη την ευθύνη για την καταβολή των αποδοχών των υπαλλήλων των άμισθων υποθηκοφυλακείων. Υπογραμμίζουμε ότι εφόσον, κατά τη γνώμη αυτή, θεωρούμε ότι ο υπάλληλος έχει προσληφθεί από τον υποθηκοφύλακα με σχέση εξαρτημένης εργασίας (ΜΠΡ ΤΡΙΠ 68/2009), ο δεύτερος ως κοινός εργοδότης ευθύνεται προσωπικά για την καταβολή των μισθών του. Ακολουθώντας αυτήν τη θέση, σε μια περίοδο έλλειψης εσόδων προς κάλυψη των αναγκαίων δαπανών, ελλοχεύει ο κίνδυνος να καταστεί ο άμισθος υποθηκοφύλακας υπέγγυος για την εξόφληση αποδοχών όλων των υπαλλήλων και μάλιστα πολλών μηνών, με προσωπικά του έξοδα, εφόσον οι εισπράξεις των υποθηκοφυλακείων δεν επαρκούν.
Αφού ολοκληρώσαμε την επισκόπηση των δύο αντίθετων απόψεων ως προς την εφαρμογή ή μη της κοινής εργατικής νομοθεσίας στα άμισθα υποθηκοφυλακεία, είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τις θετικές και τις αρνητικές συνέπειες της κάθε μίας για το εν λόγω εργασιακό καθεστώς. Κρίνουμε, λοιπόν, ορθότερη την αναλογική εφαρμογή της κοινής εργατικής νομοθεσίας στα άμισθα υποθηκοφυλακεία, ανάλογα, δηλαδή, με το ποιες διατάξεις συνάδουν με τη λειτουργία τους και την ιδιότητα των εργαζομένων σε αυτά. Συμπεραίνουμε, ότι η φύση τους είναι διφυής, καθώς ναι μεν υπόκεινται στην εποπτεία της διοίκησης, η δε λειτουργία τους προσομοιάζει σε λειτουργία κοινής επιχείρησης. Όσον αφορά την εργασιακή σύμβαση, αυτή έχει ιδιόμορφο χαρακτήρα , καθώς πρόκειται για εξαρτημένη εργασία, τίθεται όμως ο όρος από το Ν. Δ. 811/1971 της καταβολής των αποδοχών των υπαλλήλων μόνο αν επαρκούν οι εισπράξεις που παρακρατούνται από τον υποθηκοφύλακα προς αυτό το σκοπό. De lege ferenda, θα πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις εκείνες της κοινής εργατικής νομοθεσίας που προστατεύουν τόσο το δικαίωμα οικονομικής ελευθερίας, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 5 του Συντάγματος, των εργαζομένων στα άμισθα υποθηκοφυλακεία όσο και την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των υποθηκοφυλακείων.
Όσον αφορά, επομένως, την εκ περιτροπής εργασία θεωρούμε την εφαρμογή της αδήριτη ανάγκη. Η άποψη αυτή, διευκολύνει την κάλυψη των δαπανών μισθοδοσίας, δεδομένου ότι αυτήν την περίοδο τα έσοδα των υποθηκοφυλακείων είναι μειωμένα. Συγχρόνως, προστατεύει τους υπαλλήλους από απολύσεις, καθώς το μέτρο αυτό χρησιμοποιείται ως εναλλακτική λύση σε καταστάσεις οικονομικών δυσχερειών.
Ως προς τις αποδοχές των υπαλλήλων των υποθηκοφυλακείων, ορθότερο είναι ο υποθηκοφύλακας να ευθύνεται μόνο για την παρακράτηση των δαπανών μισθοδοσίας από τα έσοδα του υποθηκοφυλακείου (Απάντηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης σε σχετική ερώτηση του βουλευτή κ. Β. Μουλόπουλου, στις 16-06-2011). Σε περίπτωση δε ελλείμματος ορθότερο είναι να επιφορτίζεται το Δημόσιο με την κάλυψη των δαπανών μισθοδοσίας. Η επίρριψη της ευθύνης σε ένα μόνο άτομο, στον άμισθο υποθηκοφύλακα, για την εξόφληση δαπανών μισθοδοσίας περισσότερων υπαλλήλων θέτει σε κίνδυνο και τη δική του οικονομική κατάσταση και αυτή των υπαλλήλων του, καθώς του είναι αδύνατον να καταβάλει αυτά τα έξοδα μόνο από τη δική του περιουσία.
Εν κατακλείδι, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τις επιπτώσεις της κάθε μιας από τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, τόσο στο εν γένει εργασιακό περιβάλλον των άμισθων υποθηκοφυλακείων, όσο και στον κάθε εργαζόμενο ατομικά. Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων της κοινής εργατικής νομοθεσίας που αρμόζουν στη φύση και στις ανάγκες τους αναδεικνύεται ως η ιδανική, ενδιάμεση λύση του ζητήματος.