της Πελαγίας Τριχάκη, Νομικής Συνεργάτιδας
της Δικηγορικής Εταιρείας «Καρούζος Γιάννης & Συνεργάτες»
Ο νέος εργασιακός ν. 5239/2025 εισάγει αλλαγές, μεταξύ άλλων, στην εκ περιτροπής απασχόληση. Σύμφωνα με το άρ. 6 αυτού, που τροποποιεί το άρ. 113 παρ. 3 του Κώδικα Εργατικού Δικαίου (εφ’ εξής: Κ.Ε.Δ.), προβλέπεται πλέον ρητώς ότι ο εκ περιτροπής απασχολούμενος μπορεί να εργαστεί υπερωριακά.
Πριν την ανάλυση του γράμματος του νέου νόμου, αξίζει να γίνει μία νύξη στον ορισμό της εκ περιτροπής εργασίας. Πρόκειται για μία μορφή «μερικής απασχόλησης», κατά την οποία ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του λιγότερες ημέρες την εβδομάδα, λιγότερες εβδομάδες τον μήνα ή λιγότερους μήνες το έτος, κατά πλήρες, όμως, ημερήσιο ωράριο. Για παράδειγμα, εκ περιτροπής θεωρείται ο εργαζόμενος που απασχολείται, βάσει της σύμβασης εργασίας του, 4 ημέρες την εβδομάδα, για οκτώ ώρες την κάθε ημέρα. Επισημαίνεται ότι η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να συμφωνηθεί είτε από τη αρχή, κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας είτε μεταγενέστερα, κατά τη διάρκεια αυτής, και πάντως με έγγραφη ατομική σύμβαση μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου.
Πλέον, σύμφωνα με το άρ. 113 παρ. 3 Κ.Ε.Δ. όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον ν.5239/2025 και ισχύει, ̶ και ενώ έως πρόσφατα δεν προβλεπόταν από τον νόμο η παροχή υπερωριακής απασχόλησης εκ μέρους του εκ περιτροπής εργαζομένου ̶ «Ο εκ περιτροπής απασχολούμενος δύναται να απασχοληθεί πέρα από το πλήρες ημερήσιο ωράριο, σύμφωνα με τα όρια και την αμοιβή της παρ. 3 του άρθρου 194, περί αμοιβής της υπερωρίας.». Κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η ρύθμιση αυτή εξυπηρετεί αφενός τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, που παρουσιάζουν έντονη αυξομείωση του φόρτου εργασίας εντός της εβδομάδας, αφετέρου τυχόν ανάγκη των εκ περιτροπής εργαζομένων για ένα πρόσθετο εισόδημα.
Ως προς την αμοιβή της εν λόγω επιπρόσθετης εργασίας των εκ περιτροπής απασχολούμενων, αυτή υπολογίζεται, κατά ρητή διατύπωση του νόμου, βάσει των διατάξεων για τον τρόπο αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης. Εξάλλου, και στην ίδια την αιτιολογική έκθεση του νόμου, αναφέρεται ότι δεν τίθεται θέμα πραγματοποίησης υπερεργασίας στην εκ περιτροπής απασχόληση· και τούτο διότι η υπερεργασιακή απασχόληση σχετίζεται αποκλειστικά με την υπέρβαση του συμβατικού εβδομαδιαίου ωραρίου των 40 ωρών, το οποίο ο εκ περιτροπής εργαζόμενος δεν υπερβαίνει εάν εργαστεί π.χ. μία ημέρα της εβδομάδας για 12 ώρες. Ως εκ τούτου, η 9η ώρα εργασίας του εκ περιτροπής απασχολούμενου θεωρείται (όπως και οι επόμενες ώρες) υπερωρία ̶ σε αντίθεση με την 9η ώρα εργασίας του εργαζομένου πλήρους απασχόλησης που λογίζεται ως υπερεργασία ̶ και ως τέτοια αμείβεται, δηλαδή με προσαύξηση 40% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, εξάλλου, τα χρονικά όρια εργασίας των εκ περιτροπής εργαζομένων. Ως προς αυτά, ισχύουν, κατ’ αρχήν, τα προβλεπόμενα για τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, με μόνη διαφοροποίηση το ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας που μπορούν να παρέχουν οι εκ περιτροπής εργαζόμενοι στην πράξη. Οι τελευταίοι, δηλαδή, μπορούν να εργαστούν έως και 12 ώρες ημερησίως, σε αντίθεση με τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης που μπορούν, βάσει των νέων διατάξεων, να εργαστούν έως και 13 ώρες· τούτο δε προκύπτει αφενός από το γεγονός ότι η 9η ώρα ημερήσιας εργασίας των εκ περιτροπής απασχολούμενων λογίζεται ως υπερωρία, αφετέρου από την πρόβλεψη του νόμου περί του ανώτατου ορίου των 4 ωρών υπερωριακής απασχόλησης ημερησίως. Φυσικά, παρά την εκ του νόμου δυνατότητα για παροχή 12ωρης ημερήσιας απασχόλησης από τον εκ περιτροπής εργαζόμενο, η υπερωριακή αυτή εργασία δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη, καθώς ισχύει και εν προκειμένω το ανώτατο όριο των 48 ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης κατά μέσο όρο, σε περίοδο 4 μηνών, καθώς και των 150 ωρών ετησίως.
Επιπροσθέτως, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ν. 5239/2025 δεν εισήγαγε τη δυνατότητα παροχής υπερωριακής εργασίας από τους εργαζομένους μερικής απασχόλησης, εν αντιθέσει με τις νέες προβλέψεις για τους εκ περιτροπής εργαζομένους. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με το άρ. 38 παρ. 11 ν. 1892/1990 – όπως έχει τροποποιηθεί με το άρ. 57 ν. 4808/2021 και κωδικοποιηθεί στο άρ. 113 παρ. 11 Κ.Ε.Δ.– η πρόσθετη εργασία του μερικώς απασχολούμενου δύναται να πραγματοποιηθεί κατ` ανώτατο όριο μέχρι τη συμπλήρωση του πλήρους ημερήσιου ωραρίου του εργαζομένου πλήρους απασχόλησης και αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 12%, για όσες ώρες η παρασχεθεί η επιπρόσθετη αυτή εργασία. Ως πλήρες ημερήσιο ωράριο νοούνται οι 8 ώρες για τους απασχολούμενους επί πενθήμερο και οι 6 ώρες και 40 λεπτά για τους απασχολούμενους επί εξαήμερο. Ως εκ τούτου, εφόσον ο ν. 5239/2025 δεν τροποποιεί την ως άνω διάταξη, η ίδια παραμένει σε ισχύ, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης να μπορούν να απασχοληθούν έως και 8 ώρες (ή 6 ώρες και 40 λεπτά αντίστοιχα, επί εξαήμερο), χωρίς να δύνανται να απασχοληθούν υπερωριακά, σε αντίθεση με τους εκ περιτροπής εργαζόμενους.
Εν κατακλείδι, παρόλο που η δυνατότητα παροχής υπερωριακής απασχόλησης από τους εκ περιτροπής εργαζόμενους παρουσιάζει κάποια θετικά σημεία για αμφότερες τις πλευρές, εντούτοις ανακύπτει ο κίνδυνος καταστρατήγησης του σκοπού της εκ περιτροπής απασχόλησης, και δη της κάλυψης «μειωμένων αναγκών» της επιχείρησης. Και τούτο διότι, δεδομένου ότι οι εκ περιτροπής εργαζόμενοι απασχολούνται με μειωμένο εβδομαδιαίο ωράριο, η συμπλήρωση του ανώτατου ορίου των 48 ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, κατά μέσο όρο, σε περίοδο τεσσάρων μηνών, καθίσταται δυσχερέστερη. Ως αποτέλεσμα, οι εργαζόμενοι αυτοί δύνανται να παρέχουν υπερωριακή εργασία για περισσότερες ημέρες την εβδομάδα σε σχέση με τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, χωρίς όμως να υπερβαίνουν το ως όριο. «Πλαφόν» αποτελεί και εδώ, όπως προαναφέρθηκε, το ανώτατο όριο των 150 ωρών υπερωριακής απασχόλησης ετησίως.



