Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του Νόμου 2112/1920 και 1 και 5 του Νόμου 3198/1955,
προκύπτει ότι η καταγγελία από τον εργοδότη σχέσης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί στον μισθωτό η νόμιμη αποζημίωση, η οποία πρέπει να καταβάλλεται ασχέτως από το λόγο που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιοριστικά αναγραφόμενες στο νόμο περιπτώσεις (υποβολή μήνυσης για αξιόποινη πράξη, ανώτερη βία). Επομένως, ο εργοδότης οφείλει την αποζημίωση αυτή και όταν κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας για κάθε άλλη (εκτός δηλαδή της συνιστάμενης σε καταμηνυθείσα αξιόποινη πράξη) υπαίτια μη εκπλήρωση ή πλημμελή εκπλήρωση των από τη σύμβαση εργασίας υποχρεώσεων του μισθωτού. Τότε μόνο η ενάσκηση της αξίωσης για την καταβολή της αποζημίωσης της απόλυσης υπερβαίνει προφανώς τα όρια , που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και συνεπώς είναι καταχρηστική, όταν ο εργαζόμενος δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ή εκπληρώνει αυτές πλημμελώς, κακόβουλα, δηλαδή με αποκλειστικό σκοπό να εξαναγκάσει τον εργοδότη να τον απολύσει για να εισπράξει τη νόμιμη αποζημίωση.