Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 του Ν. 2112/1920,
οι οποίες ορίζουν ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και στη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του νόμου αυτού περί καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης, συνάγεται ότι ο καθορισμός ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης εργασίας είναι δικαιολογημένος από τη φύση αυτής, όταν όχι μόνο η σύμβαση, ως εκ του είδους και του σκοπού της εργασίας, έχει το χαρακτήρα σύμβασης ορισμένου χρόνου, αλλά και όταν η διάρκειά της υπαγορεύεται από αποχρώντα λόγο αναγόμενο ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης (ανάγκες εργοδότη, εποχικό χαρακτήρας λειτουργίας της επιχείρησης, αβεβαιότητα για το μέλλον αυτής κλπ.).
Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές,
η κατάρτιση σύμβασης ορισμένου χρόνου ή οι διαδοχικές ανανεώσεις της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγιναν σκόπιμα για να καταστρατηγηθούν οι διατάξεις περί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Αντίθετα, οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται ως μια ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αν η συνομολόγηση του ορισμένου χρόνου σε αυτές δε δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης ή τις ανάγκες της επιχείρησης, όπως είναι μεταξύ άλλων, και όταν η εκτελούμενη εργασία ικανοποιεί τις πάγιες και τακτικές ανάγκες της επιχείρησης.