Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, σχέση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει
όταν οι συμβαλλόμενοι απέβλεψαν στην παροχή εργασίας και στο μισθό και παράλληλα υπάρχει προσωπική και νομική εξάρτηση από τον εργοδότη, ανεξάρτητα όμως από τον τρόπο καταβολής του μισθού.
Η εξάρτηση αυτή σημαίνει ότι ο εργοδότης δίνει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες ως προς τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και γενικότερα, εποπτεύει και ελέγχει τον εργαζόμενο, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δέχεται αυτό τον έλεγχο, σε βαθμό ανάλογο με τα καθήκοντά του. Στις περιπτώσεις δηλαδή που απαιτούν κάποιο βαθμό πρωτοβουλίας του εργαζομένου, ο έλεγχος αυτός δεν είναι τόσο συστηματικός αλλά εξακολουθεί να υπάρχει ως εγγενές γνώρισμα της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας. Ωστόσο τα κριτήρια αυτά δεν είναι καθοριστικά, ούτε χρειάζεται να εντοπίζονται σωρευτικά. Αρκεί να προκύπτει από τη φύση και τις συνθήκες της εργασίας ότι υφίσταται μία σχέση εξάρτησης.