Στο άρθρο 5 παρ. 1 του Νόμου 2112/1920 προβλέπεται,
ότι ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και χωρίς να τηρήσει τις σχετικές διατυπώσεις, αν σε βάρος του μισθωτού υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη που διέπραξε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή αν του απαγγέλθηκε κατηγορία για αδίκημα γενικά, το οποίο έχει το χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος.
Το κύρος της ανωτέρω έκτακτης καταγγελίας, εξαρτάται από την έκβαση της ποινικής δίκης. Αν ο εργαζόμενος καταδικασθεί, η ισχύς της καταγγελίας οριστικοποιείται. Αν ο εργαζόμενος απαλλαγεί με βούλευμα ή απόφαση, η καταγγελία παύει να ισχύει ως έκτακτη.
Σε περίπτωση απαλλαγής του εργαζόμενου από τις κατηγορίες περί τέλεσης αξιόποινης πράξης, η έκτακτη καταγγελία μετατρέπεται σε τακτική και επομένως ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση. Ο εργαζόμενος δικαιούται να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, αφότου όμως κοινοποιήσει στον εργοδότη το απαλλακτικό βούλευμα ή την αθωωτική τελεσίδικη απόφαση, με ταυτόχρονη δήλωσή του, ότι επιθυμεί την είσπραξη της αποζημίωσης απόλυσης, καθώς επίσης αφότου κοινοποιήθηκε η αθωωτική πράξη από τη Δικαστική Αρχή. Ο δε υπόχρεος εργοδότης οφείλει να καταβάλλει στο μισθωτό, αμέσως μετά την κοινοποίηση ή μέσα σε εύλογο χρόνο από αυτή, τη νόμιμη αποζημίωση, η οποία υπολογίζεται βάσει των αποδοχών του χρόνου της απόλυσης και όχι του χρόνου καταβολής της αποζημίωσης. Όπως είναι ευνόητο, μετά την καταβολή της αποζημίωσης η απόλυση παραμένει έγκυρη, χωρίς να απαιτείται να γίνει νέα έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας.
Θα πρέπει δε να επισημανθεί, ότι η ανωτέρω υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή της αποζημίωσης στο μισθωτό ισχύει, μόνο όταν η απαλλαγή του εχώρησε επειδή δεν υπήρχαν οι αντικειμενικές ή υποκειμενικές προϋποθέσεις για την τέλεση της αξιόποινης πράξης (ήτοι, κρίση ότι δε συνέβη η πράξη) και όχι όταν απαλλάχθηκε επειδή δεν του επιβλήθηκε ποινή από τη δυνητική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Επίσης δεν υπάρχει υποχρέωση για καταβολή αποζημίωσης, όταν η απαλλαγή οφείλεται σε προσωπικούς λόγους του μισθωτού, όπως είναι η παραγραφή, η έμπρακτη μετάνοια κλπ..
Περαιτέρω, σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν καταβάλλει την οφειλόμενη στο μισθωτό αποζημίωση, μόλις του κοινοποιηθεί το απαλλακτικό βούλευμα ή η δικαστική απόφαση ή μέσα σε εύλογο χρόνο από την κοινοποίηση, η απόλυση θεωρείται άκυρη (οπότε αναβιώνει η εργασιακή σχέση) με συνέπεια, αν δεν αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του μισθωτού, να καταστεί υπερήμερος και να οφείλει έκτοτε μισθούς υπερημερίας. Στην περίπτωση αυτή, η υπερημερία αρχίζει από την κοινοποίηση της δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος.
Ωστόσο, όταν ο εργοδότης άσκησε καταχρηστικώς το δικαίωμά του, δηλαδή αν υπέβαλλε μήνυση εντελώς αβάσιμη, με αποκλειστικό σκοπό να απολύσει το μισθωτό χωρίς αποζημίωση, η υπερημερία του αρχίζει από την ημέρα της απόλυσης. Και σε αυτήν την περίπτωση όμως, η αθώωση του εργαζόμενου από το ποινικό Δικαστήριο δε συνεπάγεται δίχως άλλο την εξαρχής ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά αποτελεί απλώς ένα στοιχείο που θα συνεκτιμηθεί με τα άλλα που επικαλείται ο εργαζόμενος για να αποδείξει τον ισχυρισμό του, ότι η μήνυση υποβλήθηκε με γνώση από τον εργοδότη της αθωότητάς του και με σκοπό να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει η εργατική νομοθεσία.