Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, εισάγει ρυθμίσεις που αφορούν σε πληθώρα ζητημάτων της εργατικής και κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας· οι διατάξεις αυτές δε, αφορούν, μεταξύ άλλων, και στην άδεια αναψυχής και, ειδικότερα, στον τρόπο με τον οποίο θα μπορεί αυτή πλέον να κατανέμεται μέσα στο έτος.
Μέχρι σήμερα, η εργατική νομοθεσία προβλέπει ότι η άδεια μπορεί να κατατμηθεί είτε με πρωτοβουλία του εργοδότη είτε με πρωτοβουλία του εργαζομένου.
Αναλυτικότερα, για να μπορέσει ο εργοδότης να επιβάλει ο ίδιος την κατάτμηση της άδειας του εργαζομένου του, θα πρέπει να συντρέχουν ιδιαίτερα σημαντικές και κατεπείγουσες ανάγκες της επιχείρησης. Πάντως, σε αυτή την περίπτωση, η άδεια κατατέμνεται σε δύο μόνο περιόδους από τις οποίες η πρώτη δεν μπορεί να έχει διάρκεια μικρότερη από μία εργάσιμη εβδομάδα, ήτοι πέντε εργάσιμες ημέρες για τους απασχολούμενος επί πενθήμερο και έξι εργάσιμες ημέρες για τους απασχολούμενους επί εξαήμερο αντίστοιχα.
Από την άλλη, εάν η άδεια κατατμηθεί με έγγραφο αίτημα του εργαζομένου, η κατάτμηση αυτή επιτρέπεται και σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μία πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δέκα εργάσιμες ημέρες επί πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και δώδεκα εργάσιμες ημέρες επί εξαήμερης. Εάν, βέβαια, ο εργαζόμενος εργάζεται, ως τακτικό προσωπικό, σε επιχείρηση που απασχολεί τακτικό και εποχικό προσωπικό και που παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλο φόρτο εργασίας, τότε ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να χορηγεί το ως άνω τμήμα της άδειας οποτεδήποτε μέσα στο έτος.
Η σημαντικότερη αλλαγή που φέρνει το νέο νομοσχέδιο ως προς την κατάτμηση της άδειας αναψυχής αφορά στην απάλειψη της δυνατότητας κατάτμησής της με πρωτοβουλία του εργοδότη. Ο κανόνας παραμένει το αδιαίρετο της άδειας, όπως τονίζεται άλλωστε και από το πρώτο εδάφιο που προστίθεται στο νέο άρθρο («Η άδεια λαμβάνεται, καταρχήν, αδιαίρετη σε συνεχείς ημέρες.»). Με την ψήφιση του νομοσχεδίου, ο εργοδότης «χάνει» τη δυνατότητά αφενός να επιβάλλει ο ίδιος την κατάτμηση της άδειας, αφετέρου να χορηγεί το ένα τμήμα της άδειας οποτεδήποτε μέσα στο έτος, για λόγους αυξημένων αναγκών της επιχείρησης, χωρίς τη συναίνεση του εργαζομένου. Η πρόβλεψη αυτή θα επιφέρει, ενδεχομένως, μεγάλη αναστάτωση σε επιχειρήσεις που απασχολούν τακτικό και εποχικό προσωπικό και παρουσιάζουν ιδιαίτερη σώρευση εργασίας που οφείλεται στο είδος ή στο αντικείμενο εργασιών τους και θα απορρυθμίσει τη σταθερή λειτουργία τους κατά τις περιόδους αιχμής της δραστηριότητάς τους (πχ εργοστάσια παραγωγής). Με την κατάργηση της πρόβλεψης αυτής, στα εργοστάσια για παράδειγμα που παρουσιάζουν μεγάλη σώρευση εργασίας υπάρχει ο κίνδυνος να σταματήσει η παραγωγή, καθώς μπορεί να μείνουν χωρίς προσωπικό όταν οι εργαζόμενοι δεν συμφωνούν στην κατάτμηση της άδειάς τους.
Επισημαίνεται ότι, όπως άλλωστε ισχύει και σήμερα, η αίτηση του εργαζομένου και η επακόλουθη απόφαση του εργοδότη αναφορικά με τη χορήγηση της άδειας αναψυχής δεν απαιτούν έγκριση από την Επιθεώρηση Εργασίας· διατηρούνται δε (η αίτηση και η απόφαση) στο αρχείο της επιχείρησης για πέντε έτη. Με την ψήφιση του νομοσχεδίου, η διατήρηση αυτή θα μπορεί να γίνεται, πλέον, με ηλεκτρονικά μέσα.
Σημειώνεται ότι η υποχρέωση της επιχείρησης να χορηγεί την άδεια στον εργαζόμενο εντός διμήνου από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος εκ μέρους του τελευταίου παραμένει αμετάβλητη, όπως άλλωστε και η διάταξη περί θερινής αδείας, σύμφωνα με την οποία, το ήμισυ τουλάχιστον εκείνων που δικαιούνται άδεια σε κάθε επιχείρηση, πρέπει να ικανοποιούνται μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου.
Οι αλλαγές ως προς την άδεια αναψυχής αποτελούν, συνεπώς, αξιοσημείωτο μέρος του νέου νομοσχεδίου του Υπουργείου Εργασίας, ιδιαίτερα λόγω της κατάργησης της δυνατότητας του εργοδότη να κατατέμνει μονομερώς την άδεια του εργαζομένου. Τονίζεται, ωστόσο, ότι η αλλαγή αυτή δεν συνεπάγεται ότι ο εργαζόμενος μπορεί να λαμβάνει την άδεια αναψυχής του όποτε ο ίδιος επιθυμεί, χωρίς συνεννόηση με τον εργοδότη· ο χρόνος χορήγησης της άδειας παραμένει στην πράξη προϊόν συμφωνίας του εργοδότη με τον εργαζόμενο , με μοναδικό περιορισμό, εκ μέρους του εργοδότη, την τήρηση του ως άνω διμήνου για τη χορήγηση της άδειας στον εργαζόμενο. Σε περίπτωση διαφωνίας των μερών, επιλαμβάνεται η Επιθεώρηση Εργασίας.
Δικηγόρος Εργατολόγος