Σύμφωνα με το άρ. 171 του Κώδικα Εργατικού Δικαίου (εφεξής: Κ.Ε.Δ., π.δ. 62/2025), «Για κάθε περίοδο είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, η ελάχιστη ανάπαυση (ενν. του εργαζομένου) δεν μπορεί να είναι κατώτερη από έντεκα (11) συνεχείς ώρες. Η περίοδος των είκοσι τεσσάρων (24) ωρών αρχίζει την 00:01 ώρα και λήγει την 24:00 ώρα.».
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι στο άρ. 171 Κ.Ε.Δ. αναφέρεται ότι η ημερήσια περίοδος ορίζεται από 00:01 έως 24:00, ο τρόπος υπολογισμού της ελάχιστης συνεχούς 11ωρης ημερήσιας ανάπαυσης δεν μπορεί να βασισθεί, πρακτικά, σε αυτό το ημερολογιακό όριο. Στην ουσιαστική της εφαρμογή, η 11ωρη συνεχής ανάπαυση μετράται από την ώρα που ο εργαζόμενος ολοκληρώνει την εργασία του μέχρι την ώρα που αναλαμβάνει ξανά υπηρεσία. Κρίσιμο, δηλαδή, είναι το πραγματικό χρονικό κενό ανάμεσα στις δύο βάρδιες.
Για παράδειγμα, εάν ένας εργαζόμενος τελειώσει την εργασία του στις 10:00 μ.μ., δεν μπορεί να επιστρέψει τον χώρο εργασίας πριν τις 9:00 π.μ. της επόμενης ημέρας. Αντίστοιχα, εάν ολοκληρώσει τη βάρδια του στις 3:00 π.μ., η επόμενη εργασία δεν μπορεί να ξεκινήσει πριν από τις 2:00 μ.μ.
Με αυτό το σύστημα, η ημερήσια ανάπαυση λειτουργεί ως αδιάλειπτο διάστημα αποκατάστασης μεταξύ δύο περιόδων εργασίας, εξασφαλίζοντας ότι ο εργαζόμενος έχει πραγματικό και επαρκή χρόνο για ξεκούραση, ανεξάρτητα από το πώς κατανέμονται οι βάρδιες μέσα στο ημερολογιακό 24ωρο.
Δικηγόρος Εργατολόγος



