Σύμφωνα με το άρ. 325 ΑΚ, αν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσμη αξίωση συναφή με την οφειλή του, έχει δικαίωμα, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής ωσότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Πρόκειται για το λεγόμενο «δικαίωμα επίσχεσης».
Η ελληνική νομολογία έχει κρίνει ότι το δικαίωμα επίσχεσης ασκείται νόμιμα και στις εργασιακές σχέσεις. Προϋπόθεση για τη νόμιμη άσκησή του από τον εργαζόμενο είναι, μεταξύ άλλων, να μην προκαλείται δυσανάλογη ζημία στην επιχείρηση, ιδίως όταν η προς ικανοποίηση αξίωση του εργαζομένου – για την οποία ασκεί επίσχεση – είναι ιδιαίτερα μικρή.
Ενδεικτικά, ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αριθμ. 1561/2003 απόφασή του, έκρινε ότι ήταν νόμιμη η κατοχή κινητών πραγμάτων του εργοδότη από τον εργαζόμενο, τα οποία του είχαν παρασχεθεί για την εκτέλεση των συμβατικών του υποχρεώσεων, ακόμη και μετά τη λύση της μεταξύ τους σύμβασης και για χρονικό διάστημα δέκα μηνών. Ο λόγος ήταν ότι ο εργοδότης δεν είχε καταβάλει στον εργαζόμενο τις δεδουλευμένες αποδοχές που του όφειλε· η αξία δε των παρακρατηθέντων πραγμάτων ανερχόταν σε 5.000.000 δραχμές, ενώ η απαίτηση του εργαζομένου από δεδουλευμένες αποδοχές ανερχόταν σε 615.000 δραχμές. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση του εργαζομένου δεν ήταν ασήμαντη ούτε δυσανάλογα μικρή σε σχέση με την αξία των πραγμάτων και συνεπώς η κατοχή τους από τον εργαζόμενο δεν συνιστούσε αδικοπραξία, αλλά αποτελούσε άσκηση νομίμου δικαιώματος.
Εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι το δικαίωμα επίσχεσης αποτελεί «δικλείδα ασφαλείας» του εργαζομένου για τη διεκδίκηση των απαιτήσεών του έναντι του εργοδότη. Το δικαίωμα επίσχεσης, φυσικά, ασκείται και με άλλους τρόπους, όπως π.χ. με τη μη προσέλευση στην εργασία μέχρι ο εργοδότης να καταβάλει τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές. Σαφώς, το εν λόγω δικαίωμα (ανεξαρτήτως τρόπου άσκησης) αποτελεί μέσο πίεσης, η άσκηση του οποίου, όμως, δεν μπορεί να είναι αλόγιστη.
Δικηγόρος Εργατολόγος



