Μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας είναι δυνατόν
ο εργαζόμενος να συμφωνήσει με τον εργοδότη ότι θα συνεχίσει να εργάζεται σε αυτόν. Αυτό συνεπάγεται την ανανέωση της σύμβασης εργασίας του. Στην περίπτωση που μετά από τη λήξη της σύμβασής του ο εργαζόμενος εξακολουθεί να εργάζεται υπό τους ίδιους όρους χωρίς να αντιδρά σε αυτό ο εργοδότης, είναι δυνατόν να ανανεωθεί η σύμβασή του. Ωστόσο, απαραίτητη προϋπόθεση της ανανέωσης είναι να συμφωνηθεί όπως ακριβώς είχε συμφωνηθεί και η αρχική σύμβαση. Ο συνηθέστερος τρόπος κατάρτισης της εργασιακής σύμβασης είναι η γραπτή συμφωνία. Συνεπώς, αν δεν υπάρχει έγγραφος τύπος, τότε δε γίνεται να θεωρηθεί ότι υπάρχει ανανεωμένη σύμβαση και επομένως ο εργαζόμενος δε δικαιούται μισθούς με βάση τη σύμβασή του. Δικαιούται όμως να πληρωθεί για την εργασία που παρείχε κατά το διάστημα που δεν υπήρχε σύμβαση με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Θεωρείται, δηλαδή, ότι ο εργοδότης επωμίστηκε όφελος από την εργασία του εν λόγω εργαζομένου, το οποίο δε δικαιούνταν, εφόσον δεν υπήρχε σύμβαση. Υποχρεούται συνεπώς να το επιστρέψει.