ΕΛΣΤΑΤ: Ιδού το πρόβλημα της αγοράς εργασίας – Σε δουλειές που δεν ανταποκρίνονται σε πτυχία και δεξιότητες χιλιάδες νέοι

0
29

Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου.

Γυναίκα ηλικίας 30 – 34 ετών με ανώτερη εκπαίδευση είναι το προφίλ του εργαζόμενου που απασχολείται σήμερα σε δουλειές οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στις δεξιότητές του. Αυτή είναι δηλαδή η κατεξοχήν ομάδα εργαζομένων που βρίσκονται σήμερα… έξω από τα νερά τους, καθώς απασχολούνται σε δουλειές που υποεκτιμούν τις δυνατότητές τους.

Σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία οι ελλείψεις εργαζομένων οξύνονται όπως επίσης και η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης, με τις επιδιώξεις των εργαζομένων και τις ανάγκες των εργοδοτών να μην συναντώνται, η ΕΛΣΤΑΤ ερευνά αυτό ακριβώς το θέμα: πόσοι και ποιοι νέοι εργαζόμενοι έχουν πτυχία ή δεξιότητες που δεν ανταποκρίνονται στην θέση εργασίας τους.

Καθώς το upskilling και reskilling είναι σήμερα το μεγάλο ζητούμενο για την αγορά εργασίας, τα στοιχεία δείχνουν πως στην δεξαμενή των ανέργων, σημαντικά ποσοστά νέων – μεταξύ των οποίων άλλωστε η ανεργία κινείται ακόμη σε υψηλότερα ποσοστά από τον γενικό πληθυσμό – δούλευαν σε θέσεις εργασίας που δεν ανταποκρίνονταν ούτε στα πτυχία ούτε στις δεξιότητές τους. Και στη συνέχεια πέρασαν στην ανεργία ή στην κατηγορία «εκτός εργατικού δυναμικού».

ΠΤΥΧΙΟ

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ειδικής έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ:

  • Ένας στους τρεις (32,5%) θεωρούν ότι η τελευταία δουλειά που είχαν πριν μείνουν άνεργοι ήταν κατώτερη του επιπέδου σπουδών τους.
  • Ένας στους τέσσερις (27,2%) θεωρούν ότι η τελευταία δουλειά που είχαν πριν βγουν εκτός εργατικού δυναμικού ήταν κατώτερη του επιπέδου σπουδών τους.

Τα στοιχεία αυτά δείχνουν πως οι νέοι που δεν καταφέρνουν να «παντρέψουν» τους τίτλους σπουδών τους με την εργασιακή τους συνθήκη συχνά βγαίνουν εκτός αγοράς εργασίας ως άνεργοι ή ως εκτός εργατικού δυναμικού.

Αλλά και στους απασχολούμενους σήμερα ένα σεβαστό ποσοστό που φτάνει στο 20,1%, δηλαδή ένας στους 5, λέει πως το πτυχίο τους είναι ανώτερο από τις απαιτήσεις της δουλειάς που κάνουν. Αυτό συμβαίνει συχνότερα στις γυναίκες (24%) από ότι στους άνδρες (20,3%).

Μάλιστα, οι άνεργοι που δηλώνουν ότι το πτυχίο τους καλύπτει τις απαιτήσεις της δουλειάς που έκαναν πριν βρεθούν στην ανεργία είναι μόλις 52,3%, δηλαδή ένας στους δυο, όταν στους απασχολούμενους το αντίστοιχο ποσοστό είναι 72,2% δηλαδή πάνω από 7 στους 10.

Σε επίπεδο κλάδου η μεγαλύτερη αναντιστοιχία επιπέδου σπουδών και δουλειάς στους μισθωτούς που συνεχίζουν να εργάζονται εντοπίζεται σήμερα στους υπαλλήλους γραφείου και τους γεωργούς, αλλά και στους πωλητές (παροχή υπηρεσιών).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει πως ανώτερο πτυχίο από τη δουλειά που κάνουν έχουν:

  • Πάνω από το 30% των υπαλλήλων γραφείου
  • Πάνω από το 30% των ειδικευμένων γεωργών
  • Περίπου το 28% των πωλητών και όσων εργάζονται στην παροχή υπηρεσιών

Σε αυτούς που είναι σήμερα άνεργοι, το υψηλότερο ποσοστό αναντιστοιχίας σπουδών και δουλειάς εντοπίζεται στους χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανήματων και εξοπλισμού́. Το ποσοστό των ατόμων που βρέθηκαν να εργάζονται σε αυτό τον κλάδο αν και είχαν υψηλότερης εξειδίκευσης πτυχίο είναι συντριπτικό και φτάνει στο 56,1%. Δυο στους τρεις δηλαδή δούλεψαν ως χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων ενώ είχαν υψηλότερο πτυχίο και σήμερα είναι άνεργοι.

Αντίστοιχα υψηλά ποσοστά παρατηρούνται ανάμεσα στους ανέργους σήμερα, που πέρασαν από τους κλάδους: υπάλληλοι γραφείου (σχεδόν 40%), πωλητές – παροχή υπηρεσιών (40%) και γεωργοί (34%).

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ

Ποιοι όμως νέοι δυσκολεύονται να βρουν δουλειά στο αντικείμενό τους; Αν και έξι στους 10 (65,7%) απαντούν πως το αντικείμενο των σπουδών τους συγκλίνει σε μεγάλο βαθμό με τη δουλειά τους, υπάρχουν σχολές που παράγουν πτυχιούχους οι οποίοι δυσκολεύονται να αντιστοιχήσουν το αντικείμενο των σπουδών τους με τη δουλειά τους:

  • Σχεδόν ένας στους δύο (45,7%) που σπούδασαν «γεωργία και κτηνιατρική» απασχολείται σε άσχετο αντικείμενο
  • Τρεις στους 10 (32,9%) που σπούδασαν «μηχανολογία, βιομηχανία και κατασκευές» κάνουν άλλες δουλειές
  • Σχεδόν τρεις στους 10 (29,7%) που σπούδασαν «ανθρωπιστικές επιστήμες και τέχνες» κάνουν άλλες δουλειές

Αντίθετα, οι νέοι που έχουν σπουδάσει «Οικονομικά, Διοίκηση και Νομικά» δουλεύουν σε συντριπτικό ποσοστό 74,4% σε επαγγέλματα που σχετίζονται με τις σπουδές τους. Το ίδιο συμβαίνει για το 69,5% των νέων που έχουν σπουδάσει «γενικά προγράμματα». Εδώ εντοπίζεται και το αντίπαλον δέος της αναντιστοιχίας.

Το ποσοστό́ των ατόμων που δηλώνουν ότι εργάζονται σε θέσεις εργασίας με απαιτήσεις που δεν καλύπτονται (καθόλου ή σε μικρό μόνο βαθμό) από το αντικείμενό των σπουδών τους διαφοροποιείται σημαντικά́ ανάλογα με το επάγγελμα. Ένας στους πέντε γεωργούς (22,1%) δηλώνουν πως έχουν σπουδάσει κάτι άσχετο με αυτό που κάνουν, ενώ το ίδιο δηλώνει το 21,2% των χειριστών βιομηχανικών εγκαταστάσεων όπως επίσης και το 20,4% των υπαλλήλων γραφείου.

Αντίθετα, όσοι δηλώνουν επαγγελματίες (3,5%) και τεχνικοί – συναφή επαγγέλματα (5,6%) συχνά κάνουν αυτό που έχουν σπουδάσει.

ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ

Αντίστοιχα είναι τα ευρήματα της ειδικής έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ αναφορικά και με τις δεξιότητες των νέων.

Ένας στους πέντε νέους 15 έως 34 ετών (19,5%) εκτιμούν πως οι δεξιότητές τους είναι ανώτερες από τις απαιτήσεις της εργασίας τους, ενώ τα μεγαλύτερα σχετικά ποσοστά συναντώνται στις γυναίκες (21,4%) και τα άτομα ηλικίας 30-34 ετών (20,0%). Και στις νεώτερες ηλικίες, πάντως, το ποσοστό των εργαζομένων που θεωρούν πως έχουν υψηλότερες δεξιότητες από αυτές που απαιτούνται για την δουλειά που κάνουν δεν είναι μικρό:

  • 19,4% στις ηλικίες 25 – 29 ετών
  • 19% στις ηλικίες 20 -24 ετών

Επίσης το 22,7% των ατόμων ανώτερης εκπαίδευσης θεωρεί ότι έχει (ή είχε) ανώτερες δεξιότητες και στην περίπτωση των ανέργων με ανώτερη εκπαίδευση, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 41,5%. Αντίθετα, από τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης, μόνο το 6,5% θεωρεί ότι οι δεξιότητές του ξεπερνούν τις απαιτήσεις της εργασίας τους.

Αξίζει να αναφερθεί πως το ποσοστό αυτών που πιστεύουν ότι έχουν δεξιότητες κατώτερες από τις εργασιακές απαιτήσεις είναι ιδιαίτερα μικρό (3,1%).

Συμπερασματικά, από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτουν ανάγλυφα οι αιτίες του προβλήματος της έλλειψης εργαζομένων σήμερα στην Ελλάδα και κυρίως της αναντιστοιχίας προσφοράς και ζήτησης, με την ανάγκη για προγράμματα upskilling και reskilling με ουσιώδη αντίκτυπο να προβάλλει ως επιτακτική.