Γενικότερα, η νομοθεσία προβλέπει ότι η καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη
σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης ή κατά το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή στον τοκετό, είναι άκυρη. Επιτρέπεται μόνο αν συντρέχει σπουδαίος λόγος για την καταγγελία.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η εργαζόμενη που έχει λάβει την άδεια μητρότητας ή την ειδική εξάμηνη άδεια προστασίας μητρότητας δικαιούται να επιστρέψει στην θέση εργασίας της ή σε ισοδύναμη θέση. Αν ο εργοδότης επιβάλει σε αυτήν, όταν επιστρέψει, εκ περιτροπής εργασία επικαλούμενος οικονομικές δυσκολίες, πρόκειται για μονομερή βλαπτική μεταβολή. Αυτό σημαίνει λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση εργαζόμενης λόγω εγκυμοσύνης ή μητρότητας και συνιστά διάκριση λόγω φύλου που απαγορεύεται.
Εξάλλου, η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να εφαρμόζεται σε όλο το προσωπικό ή σε μέρους αυτού, όχι μόνο σε ένα. Η θέση της εργαζόμενης σε εκ περιτροπής εργασία επιτρέπεται μόνο αν η επιχείρηση πράγματι αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα. Σε αυτή την περίπτωση ο εργοδότης πρέπει να είναι σε θέση να αιτιολογήσει και να αποδείξει τον περιορισμό της δραστηριότητας της επιχείρησής του που δικαιολογεί τέτοια μέτρα.