Η χρονική διάρκεια της απασχόλησης του εργαζομένου
εξαρτάται από το ωράριο εργασίας το οποίο αντιστοιχεί στις ώρες ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας του. Αν ο χρόνος εργασίας του μισθωτού είναι μικρότερος από τον κανονικό, με μικρότερες αποδοχές αντίστοιχα, τότε ο εργαζόμενος παρέχει εργασία του υπό το καθεστώς μερικής απασχόλησης. Από την άλλη, η εκ περιτροπής εργασία αποτελεί προσφορά εργασίας από τον εργαζόμενο κατά πλήρες ωράριο αλλά με λιγότερες ημέρες εργασίας για την βδομάδα, το δεκαπενθήμερο, τον μήνα ή το έτος. Σε αυτή την περίπτωση ο εργαζόμενος λαμβάνει τις αποδοχές που αντιστοιχούν μόνο στο χρόνο απασχόλησης του. Για τον χρόνο που δεν εργάστηκε, δε δικαιούται μισθό. Συνοψίζοντας, στη μερική απασχόληση ο εργαζόμενος εργάζεται λιγότερες ώρες την ημέρα από το κανονικό ημερήσιο ωράριο, ενώ στην εκ περιτροπής εργασία λιγότερες μέρες. Σημειωτέον ότι η σύμβαση εκ περιτροπής απασχόληση είναι μία ειδικότερη μορφή της σύμβασης μερικής απασχόλησης.