Γνωμοδότηση.
Ο Α, μέλος του Συλλόγου και αναδειχθείς κατά τις τελευταίες αρχαιρεσίες αυτού ως Πρόεδρος του Δ.Σ. απελύθη από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν στις. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. . απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ίδιος εργαζόμενος επανήλθε στα καθήκοντά του προσωρινά μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσης αγωγής από το ως άνω Δικαστήριο. Τέθηκε, λοιπόν, το κάτωθι ερώτημα στον δικηγόρο: «Το προαναφερθέν μέλος του Συλλόγου μας, ο οποίος τυγχάνει και Πρόεδρος αυτού, διατηρεί την ιδιότητά του αφενός ως μέλους του Συλλόγου και αφετέρου ως Προέδρου του Δ.Σ. ;»
Επί του ανωτέρω ζητήματος πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: η απάντηση στο ερώτημα είναι ενιαία τόσο ως προς την ιδιότητα του μέλους του σωματείου όσο και ως προς αυτή του Προέδρου, αφού ούτε εκ του νόμου ούτε εκ του καταστατικού γίνεται καμία διάκριση. Σύμφωνα με το εδ. γ’ της παρ. 1 του αρ. 7 του ν. 1264/1982 “Αν δεν ορίζει διαφορετικά το καταστατικό, διαγράφεται το μέλος της συνδικαλιστικής οργάνωσης : 1) που, χωρίς να συντρέχει ανώτερη βία, δεν πήρε μέρος στις δύο τελευταίες εκλογές για τη διοίκηση, 2) που πριν έξι (6) μήνες έχει πάψει με τη θέλησή του να απασχολείται στην επιχείρηση ή στον επαγγελματικό κλάδο απασχόλησής του, εκτός ένα τούτο οφείλεται στην εκλογή του στο Κοινοβούλιο ή στην τοπική αυτοδιοίκηση”.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανωτέρω διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση, έστω και αν μεσολάβησε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ανωτέρω υπαλλήλου έως και την εκ μέρους του ανάληψη των καθηκόντων του συνεπεία έκδοσης της προαναφερόμενης απόφασης. Και τούτο, διότι ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή αυτής της διάταξης αποτελεί η εκούσια παύση της απασχόλησης του εργαζομένου και όχι αυτή η οποία επήλθε δυνάμει καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του.
Στην επίδικη περίπτωση ο ανωτέρω εργαζόμενος, όχι μόνο δεν έπαυσε με τη θέλησή του να απασχολείται στην επιχείρηση, αλλά αντίθετα επεδίωξε δικαστικώς την ακύρωση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και την απασχόλησή του στις υπηρεσίες της εταιρείας. Εκ του γεγονότος αυτού, δε δύναται να θεωρηθεί ως εφαρμοστέα η ανωτέρω διάταξη και η εξ αυτής απώλεια της ιδιότητας του ανωτέρω εργαζομένου ως μέλους του Συλλόγου και ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού.
Περαιτέρω, το εδ. 1 του αρ. 10 του Καταστατικού του Συλλόγου ορίζει ότι “Δεν δύναται να είναι μέλος του Συλλόγου α) οι Συνταξιούχοι, εκτός εάν η καταβολή της συντάξεως ανεστάλη συνεπεία αναλήψεως εργασίας και β) οι στερηθέντες των πολιτικών δικαιωμάτων και εφ’ όσον χρόνο διαρκεί η στέρησις”. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι η διατήρηση της ιδιότητας του μέλους και κατά συνέπεια του Προέδρου του Δ.Σ. του Συλλόγου θα πρέπει να κριθεί με βάση τα κάτωθι πραγματικά γεγονότα
1. την ανάληψη εργασίας και
2. τη μη καταβολή σε αυτόν της σύνταξής του.
Κατά συνέπεια, η κρίση για το εάν ο εργαζόμενος απώλεσε τις προαναφερόμενες ιδιότητες του εξαρτάται από τη συνδρομή ή μη στο πρόσωπό του των ανωτέρω δύο προϋποθέσεων.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Δικαστήριο που έκρινε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων -ως εκ της φύσεως της διαδικασίας αυτής- δεν έκρινε επί της ουσίας σχετικά με το κύρος της απόλυσης του ανωτέρω εργαζομένου, ώστε, στην περίπτωση που την έκρινε άκυρη, να θεωρηθεί αφενός αυτή ως μηδέποτε γενομένη και αφετέρου ότι ο ανωτέρω εργαζόμενος ουδέποτε απώλεσε την ιδιότητα του εργαζομένου άρα και την ιδιότητά του ως μέλους του Συλλόγου. Αντίθετα, έκανε αυτή δεκτή πιθανολογώντας την ευδοκίμηση της αγωγής του. Έτσι, το γεγονός ότι ο ανωτέρω εργαζόμενος απασχολείται προσωρινά στις υπηρεσίες του εργοδότη δυνάμει της προαναφερόμενης δικαστικής απόφασης, δεν οδηγεί και στην πλήρωση της πρώτης εκ των ανωτέρω δύο προϋποθέσεων, η συνδρομή της οποίας θα προκύψει μόνο μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής του από τα αρμόδια Δικαστήρια.